Αυτές, που δεν μπορούσαν να οδηγηθούν
Καλά, κοιτάξτε δεν ήταν ούτε δυο, ούτε τέσσερεις οι μοτοσυκλέτες του παρελθόντος που δεν μπορούσαν να οδηγηθούν από κοινούς θνητούς τουλάχιστον, απλά μερικές από αυτές ξεχωρίζουν. Πιάνουμε μερικές από τις κορυφαίες που άφησαν ιστορία στο πέρασμά τους, μαζί με κάμποσο καμένο λάστιχο κάτω… στην άσφαλτο. Κείμενο: Βασίλης Αντζουλάτος
Πριν ξεκινήσουμε να “θάβουμε” τα μηχανάκια του παρελθόντος να κάνουμε μερικές παραδοχές, να τους δώσουμε μερικές -και λίγες παραπάνω δικαιολογίες – να απαλύνουμε την τραχιά τους απόδοση, την υστερική τους κορύφωση, να συγχωρήσουμε το νευρικό τους κράτημα σαν ένα αστείο μεταξύ φίλων.
Οι μηχανικοί έκαναν ότι μπορούσαν για να μην επιτρέψουν στα κάμποσα άλογα των κινητήρων τους να τρέξουν όλα μαζί, μπουλούκι. Μάταια όμως. Ακούγεται παράδοξο αλλά έτσι είναι.
Σήμερα μια μοτοσυκλέτα με μπόλικη ροπή και 100 ίππους στον τροχό, μια Kawasaki Ζ 900 RS του 2018 για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, εμφανίζει γεμάτη, υπέροχη ισομοιρασμένη ιπποδύναμη και απόδοση σε όλες τις στροφές και ένα γλυκό τελείωμα στις υψηλές στροφές παραμένοντας οδηγήσιμη παντού και πάντα.
Από την άλλη, τη δεκαετία του ’70 οι δίχρονες τρικύλινδρες Kawasaki 500-750 με “μόλις” 60 και 75 ίππους επιμήκυναν, τέντωναν τα χέρια των σοκαρισμένων από το γκάζι και την κλοτσιά δύναμης, αναβατών τους. Λύσσα δίχρονη, με τον μπροστινό στον αέρα και τον πίσω τροχό να γλιστράει διαρκώς ανίκανος να βρει πρόσφυση.
Πάμε λοιπόν να δούμε μερικές από αυτές τις μοτοσυκλέτες που άφησαν ιστορία. Προσοχή, το ξεκαθαρίζουμε εξ αρχής για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις, όχι μόνο σεβόμαστε τα μοντέλα που παρατίθενται παρακάτω, υποκλινόμαστε συνάμα και τους δίνουμε όλο το σεβασμό που τους αξίζει… άσε που θα θέλαμε να τα έχουμε στην προσωπική μας συλλογή. Απίθανες, αιώνιες κατασκευές…
Suzuki GSX-R 750, 1985: Το αρχετυπικό, το πανάλαφρο
Σοκ. Μόνο αυτή η λέξη μπορούσε να περιγράψει την εντύπωση που δημιούργησε αυτό το μοντέλο στην αγορά. Στα μέσα της δεκαετίας του ’85 εμφανίζεται μια μοτοσυκλέτα που αποτελεί μια από τις ακρογωνιαίες λίθους των supersport δίτροχων.
Εντάξει όλα τα GSX-R απαιτούσαν και απαιτούν να τα σεβαστεί ο αναβάτης τους, αλλά το πρώτο, το αυθεντικό, το Νο1, το ανεπανάληπτο Suzuki GSX-R 750 του 1985, με τις χοντροκομμένες γραμμές του, τόνιζε ακριβώς αυτό που ήταν: ένας χούλιγκαν, ένας τραμπούκος ντυμένος με ψιλο-κυριλέ, φόρμα αθλητή.
Το πρώτο GSX-R 750 δεν ήταν μόνο πολύ δυνατό, φορούσε ένα ελαφρύ αλουμινένιο πλαίσιο, 18ρηδες τροχούς, είχε λίγα κιλά και κυρίως είχε κοντό μεταξόνιο, κάτι που το έκανε νευρικό στο δρόμο και ιδιαίτερα στις υψηλές ταχύτητες. 185 κιλά που έπρεπε να κινηθούν από ένα τετρακύλινδρο σε σειρά κινητήρα 100 ίππων.
Τα τεχνικά χαρακτηριστικά έλεγαν τη μισή ιστορία… Άλλο το χαρτί κι άλλο ο δρόμος.
Ηοnda CBR900RR, 1992-1995: Αντιδράσεις επικίνδυνου ξυραφιού
Ότι “ζημιά” έκανε το 1985 το υπερ-σπορ Suzuki GSX-R 750, το επανέλαβε επτά χρόνια αργότερα το Ηοnda CBR900RR, που το λέγανε και Fireblade ρε σεις παιδιά, Καυτή Λεπίδα, Φλογισμένο Σπαθί, Καυτή Λάμα, πλήρους επιθετικότητας όνομα, πόλεμος, μάχη, σύγκρουση…
Και δεν ήταν μόνο το όνομα ήταν και το “ύφος”, η σχεδίαση. Κοντή και μυώδης η μοτοσυκλέτα, νόμιζες ότι θα σου χυμούσε, λες κι ήταν έτοιμη για εκρηκτική εκκίνηση.
Παρότι αν σήμερα δει κάποιος ψύχραιμα και απομακρυσμένος το Ηοnda CBR900RR δεν θα εντυπωσιαστεί από κάποιο χαρακτηριστικό του, ούτε από τα περιφερειακά του.
Μιλάμε όμως για 26 χρόνια πριν, μιλάμε για τον τρόμο να οδηγείς πάνω σε 16άρηδες “οξύθυμους” τροχούς, που δεν σήκωναν πολλά-πολλά. Μιλάμε για αντιδράσεις λεπίδας (νάτο πάλι) και για tankslaping για τους απρόσεκτους και τους “εγώ θα σου δείξω τώρα”.
Το 900RR έβγαζε 122 ίππους και ζύγιζε 185 κιλά… ίδια με το Suzuki GSX-R 750 του 1985. Τυχαίο κι αυτό;
Kawasaki H1 Mach 500, H2 Mach 750, 1969-1972 : Δίχρονα βρωμόγκαζα!
Έλα εδώ εσύ τώρα… Τις δυο Kawasaki Mach 500 και 750 στα τέλη του ’60, κι αρχές του ’70 τις έλεγαν λανθασμένα “Σαμουράι”, τις λέγαν και “Σκοτώστρες”, “Φόνισες” κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο.
Το 1969, βγαίνει στην αγορά το Kawasaki H1 Mach III 500, ναι, με τρικύλινδρο δίχρονο (μάνα μου) κινητήρα 500 κυβικών. Αν διαιρέσεις το 500 διά του τρία, βγάζει 166,666, “Έξι-Εξήντα-Εξι”. Το πιάνουμε το υπονοούμενο;
Το σατανικό γκάζι του “Μάχ”, του “Ήτα ένα”, της μοτοσυκλέτας που είχε 10 υποκοριστικά ονόματα με λίγα λόγια, έκανε την εποχή να… πηγαίνει προς τα πίσω όταν το 500 άνοιγε το γκάζι του. Μετά – ποτέ δεν καθόταν φρόνιμα αυτή η Kawasaki – το 1972 ήρθε και το H2 Mach IV των 750cc και το γλυκό έδεσε.
Τρομαγμένοι οι ιδιοκτήτες που δεν ήξεραν με τι είχαν να κάνουν, ντυμένοι συνήθως με υφασμάτινο παντελόνι καμπάνα και παπούτσι δερμάτινο λουστρίνι με τακούνι, κυρίως βασάνιζαν τους εαυτούς τους νομίζοντας ότι κάποτε ίσως να μπορούσαν να τιθασεύσουν τα άλογα των Kawasaki τους. Που τέτοια τύχη, που να ασχοληθείς με την καταστολή που καλπάζει προς το τέλος της λεωφόρου, όταν πνίγεσαι από τη ζαλάδα της αδρεναλίνης;
Οπισθόβαρες κατασκευές, ελαφριές, με πλαίσια λεπτών σωλήνων που περισσότερη ευκαμψία εμφάνιζαν παρά ακαμψία και λάστιχα “νάιλον” που λανθασμένα έλεγαν τότε και λανθασμένα συνεχίζουν να τα λένε μέχρι σήμερα.
Που να γραπώσει το “νάιλον” την άσφαλτο; Α, ναι να μην ξεχάσουμε ότι είχαν καλαμάκια στα πιρούνια και τα “ανύπαρκτα” φρένα ταμπούρα. Θου κύριε…
Suzuki TL1000S, 1997-2000: Το νευρικό… οπισθίως
Εδώ δεν μπορούμε παρά να θυμηθούμε και την υποδοχή που επιφύλασσε στο Suzuki TL1000S όταν πρωτοπαρουσιάστηκε μέρος του ελληνικού ειδικού τύπου της εποχής, που ανακοίνωνε υπεροχή εν λευκώ, μιλούσε για “τρομαγμένες Ducati 916” μπροστά το δέος του TL1000S, προφητεία που όχι μόνο δεν επιβεβαιώθηκε, αλλά παρέμεινε σαν κακόγουστο αστείο, μέχρι σήμερα.
Γιατί ο ανταγωνισμός της – περίεργης αισθητικής και κατασκευής – σπορ μοτοσυκλέτας της Suzuki, ήταν πολύ δυνατός και όχι από έναν κατασκευαστή.
Η εταιρία από το Χαμαμάτσου (την μητέρα πόλη ντε της Suzuki) της Ιαπωνίας, είχε τη φαεινή ιδέα να πρωτοτυπήσει στην πίσω ανάρτηση βάζοντας αντί για κανονικό αμορτισέρ, ένα “έξυπνο”, διαφορετικό σύστημα – rotary damper– με ξεχωριστό το ελατήριο της ανάρτησης και ξεχωριστό το λάδι, σε ένα μικρό δοχείο.
Κι επειδή το λάδι ήταν λίγο, μετά από… λίγη χρήση ζεσταινόταν και έχανε όλες τις ιδιότητες απόσβεσης, παρατούσε την ανάρτηση μόνη της, μόνο με το ελατήριο!
Πάει ο πίσω τροχός, πάει η πρόσφυση, πάει κι μπροστινός, πήγαινε και το κράτημα, πήγαινε κι ο αναβάτης παρά τη θέλησή του μια βόλτα διαφορετικού τύπου – με την πλάτη στην άσφαλτο- αν το παράκανε με το γκάζι, λόγω του ότι το μοτέρ ήταν δυνατό και ροπάτο.