MotorBike.gr

MOTO GUZZI LE MANS Mk II Airforce: Στη μνήμη του Giovanni Ravelli

14/06/2021

Φόρος τιμής για έναν από τους ιδρυτές της Moto Guzzi

Mια μοτοσυκλέτα με ιδιαίτερη αισθητική δημιουργήθηκε από τον customizing οίκο Death Machines στο Λονδίνο, αποτίοντας φόρο τιμής στον αδικοχαμένο Giovanni Ravelli, τον πιλότο του πρώτου παγκοσμίου πολέμου που αποτέλεσε μέλος της τριανδρίας η οποία ίδρυσε τη Moto Guzzi.

Ο Giovanni Ravelli, γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1887 και ήταν ένας από τους καλύτερους αναβάτες στην Ιταλία, την εποχή που οι αγώνες μοτοσυκλέτας βρίσκονταν ακόμα σε πρωτόλειο στάδιο.

Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε ως πιλότος σε αεροναυτική βάση κοντά στη Βενετία και διακρίθηκε για τις ικανότητές του στο επιχειρησιακό πεδίο, λαμβάνοντας μάλιστα και τρία μετάλλια ανδρείας.

 

 

Στη διάρκεια της θητείας του, γνωρίστηκε με τον επίσης πιλότο Giorgio Parodi και των μηχανικό αεροσκαφών Carlo Guzzi και με βασικό άξονα την αγάπη τους για τις μοτοσυκλέτες, οι τρεις νέοι αποφάσισαν να ιδρύσουν μια εταιρία κατασκευής μοτοσυκλετών, μετά το πέρας του πολέμου.

Αυτό το όραμα των τριών νέων, αποτέλεσε τη βάση για τη δημιουργία της Moto Guzzi.

Δυστυχώς ο Ravelli δεν θα προλάβαινε να δει το όνειρο αυτό να γίνεται πραγματικότητα.

Συνεχίζοντας να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην ιταλική αεροπορία ως εκπαιδευτής πιλότος, έχασε τη ζωή του τον Αύγουστο του 1919, κατά τη διάρκεια δοκιμαστικής πτήσης ενός διπλάνου Neuport, όταν ο κινητήρας του έσβησε κατά τη φάση της προσγείωσης.

Δυο χρόνια μετά, το 1921, ιδρύεται η Moto Guzzi με τους Giorgio Parodi και Carlo Guzzi να προσθέτουν τον περίφημο αετό στο σήμα της εταιρίας, ως φόρο τιμής για τον αδικοχαμένο φίλο τους!

Η ιστορία αυτή εξακολουθεί να προκαλεί συγκίνηση και στις μέρες μας και κατάφερε να αγγίξει τις ευαίσθητες χορδές των ανθρώπων που βρίσκονται πίσω από τον βελτιωτικό οίκο customizing, Death Machines, με έδρα το Λονδίνο.

Θέλοντας με τη σειρά τους να τιμήσουν τον Giovanni Ravelli, αποφάσισαν να δημιουργήσουν ένα custom που θα αντανακλούσε το αρχικό όραμα της Moto Guzzi, με σαφείς επίσης ρετρό αεροπορικές αναφορές.

Ως βάση χρησιμοποιήθηκε ένα Moto Guzzi Le Mans Mk II που ανακαλύφθηκε στην νότια Ιταλία να σκουριάζει παρατημένο, μετά από ατύχημα του ιδιοκτήτη του. Η μοτοσυκλέτα μεταφέρθηκε στο Λονδίνο και λύθηκε μέχρι τελευταίας βίδας, αποκαλύπτοντας ότι παρά την κακή εξωτερική της κατάσταση, ο κινητήρας και τα μηχανικά μέρη ήταν σαν καινούργια.

Παρ΄όλα αυτά έγινε μια λεπτομερής ανακατασκευή με στοιχεία blueprinting. Φλάντζες, τσιμούχες, ελατήρια πιστονιών και ό,τι άλλο μπορούσε να αλλαχθεί με νέα στοιχεία, αλλάχθηκε, ενώ έγινε αρκετή δουλειά στις κεφαλές με ροϊκη εξέλιξη και αναβάθμιση των DellOrto 36 mm.

To πλαίσιο, καθότι η μοτοσυκλέτα είχε μια άτυχη στιγμή στον πρότερο βίο της, γνωρίζοντας από πολύ κοντά ένα φορτηγό, είχε θέμα στην περιοχή του λαιμού και έτσι κατασκευάστηκε ένα νέο τμήμα στον τόρνο, το οποίο και αποκατέστησε το πρόβλημα, προσθέτοντας μάλιστα 3 μοίρες στη γωνία κάστερ.

 

Το ψαλίδι αντικαταστάθηκε με μια μονάδα προερχόμενη από ένα Moto Guzzi California cruiser. Αλλά δεν μιλάμε απλά για διαδικασία βάλε-βγάλε, το νέο ψαλίδι δέχτηκε ειδική φροντίδα σε ό,τι αφορά την αισθητική του, με την τοποθέτηση μιας γέφυρας να εξυπηρετεί ως βάση για την έδραση ενός κεντρικά τοποθετημένου αμορτισέρ, σε μια διάταξη cantilever.

Οι ζάντες αποτελούνται από κέντρα που προέρχονται επίσης από το μοντέλο California, με την πλέξη τους να γίνεται στο χέρι και να ολοκληρώνεται με την τοποθέτηση αλουμινένιων στεφανιών σε διαστάσεις 3.00x21, ενώ τα ελαστικά προέρχονται από την Firerstone και επιλέχθηκαν με βάση το ρετρό ύφος τους.

Η πίσω ζάντα φέρει αλουμινένια καλύμματα προσδίδοντας μια αεροδυναμική εικόνα στη μοτοσυκλέτα, ενώ στο ίδιο λιτό και απέριττο μοτίβο είναι και οι μπροστινοί δίσκοι με μια “μασίφ” εμφάνιση μεγάλης κυκλικής επιφανείας.

Για το πιρούνι επιλέχθηκε μια μονάδα προερχόμενη από Aprilia RS250, στην οποία έγινε revalving αλλά και αισθητική αναθεώρηση, προκειμένου να ταιριάξει στην υπόλοιπη μοτοσυκλέτα. Τα φρένα είναι της Βrembo και ενεργοποιούνται από μια τρόμπα RCS της ίδιας εταιρίας.

Η Death Machines ανέλαβε την κατασκευή των χειριστηρίων, των clip on, των μαρσπιέ και του λεβιέ των ταχυτήτων (δεν υπάρχει πίσω φρένο), δημιουργώντας μια ομοιογενή ρετρό εικόνα, ενώ πραγματοποιήθηκαν μετατροπές και στο ταχύμετρο, προκειμένου να συμπλέει αισθητικά με το σύνολο.

Για φώτα επιλέχθηκαν ένας μονός προβολέας Xenon και ένα LED φανάρι πίσω, ενώ ως «κλειδί» για την εκκίνηση της μοτοσυκλέτας χρησιμοποιείται ένα βύσμα ηλεκτρικής κιθάρας, το οποίο έχει ενσωματωμένο αισθητήρα immobilizer.

Όσον αφορά τώρα τα μέρη που ντύνουν το Airforce, αυτά είναι κατασκευασμένα στο χέρι από αλουμίνιο και δεν έχουν λάβει καμία είδους επεξεργασία φινιρίσματος, αφήνοντας σκόπιμα τα σημάδια της σφυρηλάτησης ορατά για ένα όσο το δυνατόν πιο “αεροπορικό” look.

Μια δερμάτινη λωρίδα διατρέχει κατά μήκος τη ράχη του ρεζεβουάρ, οδηγώντας σε μια επίσης δερμάτινη σέλα με καπιτονέ ραφή, ενώ λεπτομέρειες όπως οι μπρούτζινες σίτες στις εισαγωγές των καρμπιρατέρ αποτελούν στοιχεία σχεδόν φετιχιστικά.

Ο Giovanni Ravelli θα ήταν σίγουρα υπερήφανος για αυτό το δημιούργημα!

 

 

Σας άρεσε το άρθρο; Κοινοποιήστε!