Με θερμότητα από τον ήλιο μετατρέπει νερό και CO2 σε υγρό καύσιμο
Πριν από περίπου τέσσερα χρόνια, άρχισε για πρώτη φορά να ακούγεται η ύπαρξη της “ηλιακής βενζίνης”, ως αποτέλεσμα ενός πρότζεκτ από τo ETH Zurich, με επικεφαλής τον καθηγητή Aldo Steinfeld.
Τώρα, μετά τα πρώτα επιτυχημένα τεστ με κινητήρες εσωτερικής καύσης ο Steinfeld δήλωσε: “Είναι ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα. Είμαι πολύ περήφανος για αυτό το επίτευγμα και ευγνώμων προς όλη την ομάδα που έκανε την ‘ηλιακή βενζίνη’ μια πραγματικότητα”.
Τί είναι όμως η “ηλιακή βενζίνη”;
Πρόκειται για μια τεχνολογία που, χρησιμοποιώντας θερμότητα από την ηλιακή ενέργεια, μετατρέπει νερό και CO2 σε ένα υγρό καύσιμο που λειτουργεί ακριβώς όπως τα ορυκτά καύσιμα που χρησιμοποιούμε σήμερα στους κινητήρες εσωτερικής καύσης, όμως έχει σχεδόν μηδενικό αποτύπωμα άνθρακα.
Οι ρύποι περιορίζονται στο CO2 (διοξείδιο του άνθρακα) που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή του, το οποίο όμως δεν δημιουργείται ως αποτέλεσμα κάποιας καύσης (όπως γίνεται με τα συμβατικά καύσιμα), αλλά συλλέγεται από το ήδη υπάρχον διοξείδιο, κάτι που σημαίνει ότι ναι μεν αυτό απελευθερώνεται εκ νέου στην ατμόσφαιρα, αλλά δεν δημιουργούνται καινούρια σωματίδια αυτού του αερίου.
Στα θετικά αυτού του νέου τύπου καυσίμου πρέπει να προσθέσουμε ότι εφόσον λειτουργεί με τους υπάρχοντες κινητήρες εσωτερικής καύσης, δεν χρειάζεται να γίνουν αλλαγές στα ντεπόζιτα, στους ίδιους τους κινητήρες και φυσικά στο σύστημα ανεφοδιασμού, κάτι που σε παγκόσμια κλίμακα σημαίνει ότι αυτή η αλλαγή μπορεί να γίνει πολύ πιο εύκολα και με πολύ μικρότερο κόστος από μια καθολική στροφή στην ηλεκτροκίνηση, για παράδειγμα.
Με τους κανονισμούς ρύπων να γίνονται όλο και πιο αυστηροί (και ας είμαστε ειλικρινείς για να συνεχίσει να είναι βιώσιμος αυτός ο πλανήτης για το ανθρώπινο είδος πρέπει να γίνουν πολλές αλλαγές), οι κινητήρες εσωτερικής καύσης με τα κλασικά ορυκτά καύσιμα βρίσκονται “υπό διωγμό”.
Όλοι οι κατασκευαστές ψάχνουν να βρουν την επόμενη λύση, είτε αυτή είναι το υδρογόνο, είτε ο ηλεκτρισμός, είτε τα βιοκαύσιμα.
Τα τελευταία θα αποτελούσαν μια μέση οδό, η οποία θα επέτρεπε να συνεχίσει να χρησιμοποιείται το υπάρχον σύστημα ανεφοδιασμού, η υπάρχουσα τεχνολογία για τους κινητήρες και – θεωρητικά – θα μας απέμπλεκε από το “επόμενο πρόβλημα” που θα είναι το λίθιο, η ρύπανση κατά την εξόρυξή του, η αποθήκευση των παλιών μπαταριών όταν αυτές δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν πλέον, σε περίπτωση που η ηλεκτροκίνηση υιοθετούταν ως καθολική λύση.
Το καύσιμο του καθηγητή Steinfeld είναι ακριβώς αυτό.
Ένα βιοκαύσιμο, που η διαδικασία παραγωγής του είναι αρκετά πιο “πράσινη” σε σχέση με άλλα καύσιμα και που έχει ελάχιστους ρύπους.
Το θέμα είναι το κόστος παραγωγής, το οποίο ακόμα δεν είναι γνωστό και θα μπορούσε να είναι ένας ανασταλτικός παράγοντας, όπως με άλλους τύπους βιοκαυσίμων, των οποίων η ακριβή διαδικασία παραγωγής τα κάνει ουσιαστικά μη εφικτά για αντικατάσταση της βενζίνης σε μεγάλη κλίμακα.