Το Σίμσον
του Δημήτρη Ε. Σολδάτου*
Δούλευε ο αδερφός μου σ’ ένα ξενοδοχείο, κάτι χιλιόμετρα απ’ το σπίτι μας, και το βάραγε ποδαράτο. Το πρωί, με την τσίμπλα στο μάτι, ήταν δύσκολο. Το βράδυ, που είχαν πέσει τ’ αυτιά του απ’ την κούραση, ήταν αβάσταχτο. Βρήκε, λοιπόν, δυο χαλασμένα ποδήλατα κι αρχίνησε την συναρμολόγηση: μια ρόδα απ’ αυτό, ένα φτερό απ’ το άλλο, μάτιασε και την αλυσίδα, έβαψε τον σκελετό, λάδι απ’ το ροΐ για να ξεσκουριάσει το κουδούνι και… νάτο ένα ποδήλατο!
Μια μέρα, όμως, στην μεγάλη κατηφόρα τ’ Αϊ-Νικόλα, κοντά στην Γιώτρηση, έστριψε το τιμόνι, που στηρίζονταν σε αυτοσχέδιο άξονα από… ξύλο, αλλά η ρόδα πάπαλα, πήγαινε ντουγρού στον γκρεμό! Τότε, ξεκαβάλησε στο ένα πετάλι και πήδηξε πλάι, αφήνοντας το ποδήλατο να σαλατιαστεί πίσω απ’ τα πουρνάρια, στο ρέμα. Κι αυτός, όμως, δεν την έβγαλε καθαρή: γρατσούνισε την πλάτη του, έσκισε τους αγκώνες του, έγδαρε τα γόνατά του, και τα ρούχα του κρέμονταν από πάνω του ματωμένα κουρέλια.
Από εκείνη την μέρα, το ’βαλε σκοπό:
«Θα πάρω μηχανάκι! Πάει, τέλειωσε!»
Να πάρεις μηχανάκι, μια κουβέντα είναι… Με τι λεφτά; Με τι δίπλωμα; Από πού να το πάρεις; Και, βέβαια, τι μάρκα, πόσο κυβικά, τι χρώμα;
Αρχίνησε, ο καημένος ο Θωμάς, να γλυκοκοιτάζει τα μηχανάκια των άλλων:
«Να, σαν του Μήτσου του Μπαριάνη το Ζούνταπ θα πάρω. Όλο σίδερο, με φτερό δυνατό και με σκάρα. Ολόκληρη μπάλα τριφύλλι κουβαλάς. Τι λέω, δεμάτι κλαρί απ’ τον λόγγο! Έχει κι ο Νάσος ο Μουζάκης Ζούνταπ, αλλά αυτό είναι κόκκινο, του Μήτσου μπλε. Μπλε ή κόκκινο; Και πόσο κάνει; Φτάνουν τα λεφτά;»
Ύστερα από λίγες μέρες έρχονταν απογοητευμένος:
«Τζίφος το Ζούνταπ! Δεν βγαίνει πια τέτοιο μοντέλο. Κι αν έχει ξεμείνει κανένα, δεν το φέρνουν στην Λευκάδα και θα ’ναι πανάκριβο!»
Κι ύστερα, πάλι το γλυκοκοίταγμα:
«Φλορέτα θα πάρω, σαν του Νιόνιου του Καμαρίλα – αθάνατο πράμα!»
Μα ξανά απογοήτευση:
«Έψαξα παντού… Δεν πουλάνε πια Φλορέτες!»
Τότε ήταν που του πέταξα την ιδέα:
«Να πάρεις παπί!»
Μόνο που δεν με σκότωσε:
«Παπί; Παπίιι; Τι να το κάνω, ρε, το παπί; Πλαστικούρα ολόκληρο! Το δεπόζιτο κάτω απ’ την σέλα! Εγώ θέλω να το σφίγγω ανάμεσα στα ποδάρια μου, όχι να πατάω φρένο και να σέρνεται ο κώλος μου στην άσφαλτο! Άσε που είναι πανάκριβο… Να μου λείπει το παπί! Άκου, παπί! Όνομα είναι αυτό για μηχανάκι; Θ’ αγόραζε, ρε, ο Νάσος παπί; Θα καβάλαγε παπί ο Μήτσος ο Μπαριάνης; Θα έφτυνε πάνω του ο Νιόνιος ο Καμαρίλας;»
Μου έριξε μια απαξιωτική ματιά. Και, φεύγοντας, βρυχήθηκε ακόμα μια φορά:
«Άκου, παπί!»
Το καλοκαίρι, όμως, ήταν μακρύ, η δουλειά σκληρή κι ο ποδαρόδρομος ξεπάτωμα. Η απόφαση έπρεπε να παρθεί. Και πάρθηκε εν μια νυκτί.
Κάποιο απόγιομα ήμουν στην αυλή, όταν άκουσα κάτι σαν κακάρισμα κι είδα ένα σύννεφο καπνού, μιαν αμπούρα, να πλησιάζει προς το σπίτι. Σε λίγο, διέκρινα τον Θωμά πάνω σ’ ένα μηχανάκι κόκκινο σαν Φλορέτα, αλλά Φλορέτα δεν ήταν· που έμοιαζε με Ζούνταπ, αλλά Ζούνταπ δεν ήταν, να παρκάρει κάτω απ’ την κληματαριά και να κατεβαίνει σαν κοκοτός με φουσκωμένο λειρί απ’ την περηφάνια:
«Αγόρασα Σίμσον!» είπε, σαν να έλεγε: «Πήγα στο φεγγάρι!»
Έφερα έναν κύκλο γύρω απ’ το μαραφέτι και το περιεργάστηκα επισταμένως. Χμ! Δεν ήταν κι άσκημο! Μόνον εκείνο το σύννεφο που άφηνε πίσω του με προβλημάτισε…
Ο Θωμάς έδινε ρεσιτάλ παρουσίασης:
«Είναι απ’ την Ανατολική Γερμανία, στην μισή τιμή απ’ όσο τ’ άλλα μηχανάκια, φτηνά ανταλλακτικά και δίχρονο!»
Ωπ, εδώ κόλλησα!
«Τι πάει να πει… δίχρονο;» ψέλλισα.
Ο Θωμάς πήρε ύφος καθηγητή (πρόβα για όταν κάποτε θα γινόνταν):
«Πάει να πει πως δίνει ενέργεια σε δύο χρόνους, ενώ τ’ άλλα δίνουν σε τέσσερις. Πράγμα που σημαίνει, τι;» με ρώτησε.
«Που σημαίνει, τι;» επανέλαβα εγώ.
«Σημαίνει πως είναι πιο γρήγορο, κεφάλα – αυτό σημαίνει!» είπε κοροϊδευτικά.
«Πιο γρήγορο, ε;» επανέλαβα μηχανικά, ενώ σκεφτόμουν πως κάποτε θα το πάρω κι εγώ, δεν μπορεί. Κι όλοι οι φίλοι μου, που είχαν παπιά και το ’παιζαν καμπόσοι, θα έτρωγαν την σκόνη μου. Κι οι κοπέλες, που πεζό δεν με υπολόγιζαν, καβαλάρη και πιο γρήγορο απ’ όλους, θα με προσκύναγαν.
«Τι περιμένεις;» μ’ επανέφερε στην πραγματικότητα ο αδερφός μου. «Σάλτα να πάμε καμιά βόλτα. Εεε… Πρόσεχε τους μαρσπιέδες! Δεν πιστεύω να έχεις λάσπες στα παπούτσια;»
Καβάλησα και ξεκινήσαμε. Είχε ωραία αίσθηση, αναπαυτική σέλα και πήγαινε σαν δαιμονισμένο.
Σταματήσαμε στους Παλιοβορούς και ήπιαμε νερό απ’ την κόκκινη βρύση με το μπρούντζινο λιονταράκι. Ο Θωμάς έσβησε την μηχανή, για να μου δείξει πώς παίρνει μπροστά. Άνοιξε το τσοκ του αέρα και πάτησε την μανιβέλα: μία, δύο, τρεις φορές – τίποτα! Μόνον ένα «Γρρρ! Γρρρ!» σαν κριτσόνι, μα μπροστά δεν έπαιρνε. Μ’ έβαλε να το σπρώξω και, με δευτέρα μέσα, άφηνε τον συμπλέκτη κάθε τόσο αλλά… πάπαλα!
«Φαίνεται πως έβαλα περισσότερο λάδι», είπε ο αδερφός μου.
«Τιιι; Λάδιιι;» έκαμα εγώ.
«Ναι, ρε, λάδι! Στα δίχρονα βάνεις και λάδι στην βενζίνα. Να, ξεβιδώνεις μ’ ένα δίφραγκο το καπάκι στο πλάι, προσεκτικά για να μην σου πέσει η βίδα, ανοίγεις το μπουκαλάκι που έχω εδώ, μετράς με την μεζούρα, ρίχνεις λάδι, κλείνεις το μπουκαλάκι, το σκουπίζεις με το πανάκι αν σου «τρέξει», το βάνεις πάλι στην θέση του, βιδώνεις το καπάκι, και τέρμα. Πόσο συχνά θα το κάνεις αυτό; Και πόσο δύσκολο είναι; Μην είσαι τεμπέλης!»
Έμεινα κόκαλο! Όταν συνήλθα, ξέσπασα:
«Τι λες, ρε Θωμά! “Ντίλι ντίλι ντίλι, ντίλι το καντήλι, που ’φεγγε και κένταγε η κόρη το μαντήλι” μοιάζει! Άκου “ξεβιδώνεις μ’ ένα δίφραγκο το καπάκι στο πλάι, προσεκτικά για να μην σου πέσει η βίδα, ανοίγεις το μπουκαλάκι, μετράς με την μεζούρα, ρίχνεις λάδι, κλείνεις το μπουκαλάκι, το σκουπίζεις με το πανάκι αν σου “τρέξει”, το βάνεις πάλι στην θέση του, βιδώνεις το καπάκι, και τέρμα”. Tι τέρμα, ρε! “Ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσαντάκι”, έτσι μου φαίνεται εμένα αυτό, σαν να διαβάζω το Ανθολόγιο του Δημοτικού! Δηλαδή οι άλλοι θα φουλάρουν τα παπιά τους στο άψε-σβήσε και θα φεύγουν με τις γκόμενες γαντζωμένες πάνω τους σαν βδέλλες, ενώ εγώ θα κατεβάζω την δικιά μου – όποτε την αποκτήσω, που με τέτοιο μηχανάκι δεν το βλέπω – για να ξεβιδώνω μ’ ένα δίφραγκο το καπάκι να ρίχνω λάδι; Και μετά να μυρίζουν απ’ την καπνούρα τα μαλλιά της, να μαυρίζει το πουκάμισό της και να γελάνε με την πάρτη μας οι παπάκηδες; Α, πα, πα! Αποκλείεται να οδηγήσω εγώ αυτό το μαραφέτι!»
Μόλις πήγε φαντάρος ο αδερφός μου, αυτό το μαραφέτι το οδήγησα εγώ! Μου έσβηνε κάθε τρεις και λίγο. Κι όταν έπαιρνε μπροστά, με τύλιγε σε σύννεφα καπνού, ίσως για να μην βλέπουν οι άλλοι το χάλι μου κι εγώ να μην βλέπω την σκόνη τους. Γιατί, αν και δίχρονο, δεν ήταν πιο γρήγορο απ’ τα «πειραγμένα» παπιά των φίλων μου, με τις κομμένες εξατμίσεις και τα παραπανίσια κυβικά. Ούτε πιο όμορφο από κείνα ήταν: με τις νικελωμένες μηχανές, τα φανταστικά αυτοκόλλητα και τις δερμάτινες σέλες, που πάνω τους καθόντανε αναπαυτικά οι ωραιότεροι κώλοι της περιφέρειας! Τ’ όνειρο έγινε καπνός… Και το Σίμσον κατάντησε για μένα, απλώς, ένα μεταφορικό μέσο, όταν βέβαια με μετέφερε εκείνο και δεν το μετέφερα εγώ.
Θυμάμαι μια νύχτα στην ανηφόρα, μετά το Νιχωρίτικο πηγάδι, που έσβησε και δεν έπαιρνε μπροστά με τίποτα! Δούλευα σ’ ένα εστιατόριο στο Νυδρί και γύριζα σπίτι ψόφιος. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Το νεκροταφείο κοντά. Τα καντηλάκια στους τάφους αναμμένα. Έτρεμαν τα ήπατά μου… Άνοιγα το τσοκ, πατούσα την μανιβέλα, τίποτα! Το πήγαινα στα χέρια μέχρι πιο πάνω, το γύριζα στην κατηφόρα, έβαζα ταχύτητα κι άφηνα τον συμπλέκτη: «Γρρρ! Γρρρ!» ο γνωστός ήχος σαν κριτσόνι. Ύστερα ένα «Βρρρ! Βρρρ!» Κατόπιν κάτι σαν βήξιμο: «Γκχ! Γκχ!» Και μετά «Κλάτς! Κλατς!» κι έσβηνε… Ύστερα από πολλές προσπάθειες, κι αφού απ’ την τσαντίλα ο φόβος του νεκροταφείου πήγε περίπατο, το πέταξα πίσω απ’ το πηγάδι και σήκωσα μια κοτρόνα για να το σπάσω. Εκεί, θυμήθηκα τον αδερφό μου, την χαρά του όταν τ’ αγόρασε, τα λεφτά που ξόδεψε γι’ αυτό, τα βγαλμένα με ιδρώτα και ποδαρόδρομο, και την γλύτωσε το καημένο το Σίμσον.
Μια φορά σκουπ’λιάστ’κα μπροστά στο πορτόνι της θεια-Λένης του Μουζάκη, γιατί είχε βάλει μπουγάδα, οι σαπουνάδες έτρεχαν ποτάμι κι ο δρόμος γλίστραγε σαν χέλι…
Και μιαν άλλη, απέναντι απ’ του Δρόση του Βάλτρα το σπίτι, ακριβώς στην ελιά του Κακάρη, γύρισα να κοιτάξω την εξάτμιση, που είχε μετατραπεί σε λιγνιτωρυχείο, και τράκαρα πάνω στον μεγάλο κυπριακό γάιδαρο του Νίκου του Συνιόδη, που ήταν φορτωμένος σανό: ευτυχώς έπεσα στα μαλακά, ο γάιδαρος δεν έπαθε τίποτα, ο μπαρμπα-Νίκος έκαμε, απλώς, τον σταυρό του, αλλά το μηχανάκι χτύπησε στην λιθιά και βούλιαξε το δεπόζιτο. Προσπάθησα να το επαναφέρω αλλά ματαίως. Με κανέναν τρόπο δεν επανέρχονταν. Κι ο αδερφός μου έρχονταν με άδεια την επόμενη εβδομάδα. Βλέποντάς το, έγινε πιο πράσινος κι απ’ το χακί που φορούσε! Το Σίμσον κλειδώθηκε κι έμεινε στην αποθήκη, μέχρι να σπάσω την κλειδαριά εννοείται…
Μόλις απολύθηκε ο αδερφός μου, το πήρε μαζί του στην Αθήνα. Κι όταν διορίστηκε στην Ρόδο, ως καθηγητής, το Σίμσον διέπλευσε το Αιγαίο. Πριν λίγα χρόνια, το χάρισε σ’ έναν Βούλγαρο εργάτη και τα ίχνη του χάθηκαν…
Σήμερα, η Ανατολική Γερμανία δεν υπάρχει πια. Έπεσε το Τείχος του Βερολίνου κι ενώθηκε με την Δυτική. Η βιομηχανία που έβγαζε τα Σίμσον χρεοκόπησε.
Στην Λευκάδα ξέμειναν ελάχιστα.
Ο Μιχάλης ο Καρτάνος απ’ το Περιγιάλι έχει ένα ολόιδιο μ’ εκείνο που είχα. Το βλέπω καμιά φορά στον δρόμο να το κυκλοφορεί ή αραγμένο έξω απ’ το σπίτι του και με πιάνει η νοσταλγία! Έτσι μου ’ρχεται να του το γυρέψω για καμιά βόλτα, αλλά δεν θέλω να χαλάσω την αίσθηση την παλιά. Όπως αποφεύγεις να συναντήσεις μια γυναίκα απ’ το παρελθόν σου, για να την θυμάσαι πάντα όπως την ήξερες.
Τελικά, το Σίμσον ήταν καλό μηχανάκι! Αν του έβαζες την σωστή αναλογία σε λάδι, όλα πήγαιναν ρολόι. Αλλά εγώ σε τι έβαλα σωστή αναλογία, για να βάλω και σε λάδι;
Πηγή: neoplanodion.gr
* O Δημήτρης Σολδάτος είναι ποιητής, διηγηματογράφος και λατρεύει τις μοτοσυκλέτες. Ζεί στη Λευκάδα