Έξι αδέλφια, κι εκατόν δέκα χρόνια μοτοσυκλέτας
Ήταν το έτος 1911, όταν στο Pesaro της Ιταλίας, ιδρύεται μια εταιρία που έμελλε να αποτελέσει μια από τις σημαντικότερες κατασκευάστριες μοτοσυκλετών της Ιταλίας, παίζοντας σημαίνοντα ρόλο στην εξέλιξη των δύο τροχών στην Ευρώπη, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Μετά από μια διαδοχή δύσκολων περιόδων, η Benelli επανήλθε δυναμικά και πατάει γέρα στα πόδια της, έχοντας πέρα από την εμπορική επιτυχία και μια κληρονομιά που ξεπερνά τον αιώνα σε διάρκεια.
Η ιστορία της Benelli ξεκινά όταν η Τerese Boni Benelli, έχοντας χάσει τον σύζυγό της, αναζητά έναν τρόπο για να διασφαλίσει τον βιοπορισμό των έξι παιδιών της.
Επενδύει ένα μεγάλο μέρος της οικογενειακής περιουσίας στη δημιουργία ενός συνεργείου, μέσω του οποίου οι γιοι της Giuseppe, Giovanni, Francesco, Filippo, Domenico και Antonio Benelli θα εξασφαλίζονταν επαγγελματικά.
Παράλληλα στέλνει τους μεγαλύτερους Giusseppe και Giovanni να φοιτήσουν σε σχολή μηχανολογίας στην Ελβετία. Στο συνεργείο ασχολούνται αρχικά με επισκευές ποδηλάτων, μοτοσυκλετών και ελαφρών γεωργικών οχημάτων και μηχανημάτων, αυτό που τους ξεχωρίζει όμως από τους ανταγωνιστές, είναι ότι έχουν την ικανότητα να κατασκευάζουν στο μηχανουργείο τα περισσότερα ανταλλακτικά που χρειάζονται.
Kατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου οι αδερφοί Benelli δουλεύουν για λογαριασμό του ιταλικού κράτους κατασκευάζοντας εξαρτήματα και ανταλλακτικά για το σώμα εφοδιασμού και βελτιώνονται αρκετά στην τεχνική τους.
Μετά την λήξη του πολέμου είναι πλέον ικανοί να κατασκευάσουν δικούς τους κινητήρες και το 1920 παρουσιάζουν το πρώτο μοντέλο της Benelli με δίχρονο μοτέρ 75cc προσαρμοσμένο σε σκελετό ποδηλάτου.
Ένα χρόνο αργότερα, είναι έτοιμη η πρώτη μοτοσυκλέτα εξ ολοκλήρου δικής τους κατασκευής, με κινητήρα 98cc.
H Βenelli γίνεται ευρύτερα γνωστή το 1926, με ένα τετράχρονο μοτέρ 175cc στο οποίο εφαρμόζονται μερικές πρωτοποριακές λύσεις στο κιβώτιο και στην θερμοαπαγωγική ικανότητα της κεφαλής.
Η φήμη του κινητήρα αυτού θα φτάσει εκτός Ιταλίας, ως ένας από τους πιο αξιόπιστους και αποδοτικούς της εποχής, ενώ ο Antonio Benelli, ο νεότερος από τα έξι αδέρφια, θα τρέξει σε αγώνες με μια αγωνιστική μοτοσυκλέτα που χρησιμοποιεί το παραπάνω μοτέρ.
O Antonio “Τonino” Benelli, θα κερδίσει τέσσερα ιταλικά πρωταθλήματα με την μοτοσυκλέτα αυτή (1927,1928, 1930, 1931) με το τελευταίο από αυτά να το κατακτά οδηγώντας μια εξελιγμένη μορφή της μοτοσυκλέτας, με δύο εκκεντροφόρους στην κεφαλή.
Ο “Tonino” Βenelli ήταν ένας ταλαντούχος αναβάτης και θα μπορούσε να έχει καταφέρει πολύ περισσότερα αλλά δυστυχώς ένα σοβαρό ατύχημα το 1932 έβαλε ένα άδοξο τέλος στην καριέρα του.
Η Benelli ωστόσο είχε μπει σε τροχιά ανταγωνισμού και ετοιμαζόταν για μια επική επιστροφή στους αγώνες με ένα τετρακύλινδρο σε σειρά 250cc αγωνιστικό, υπερτροφοδοτούμενο από συμπιεστή τύπου Vane.
Η μοτοσυκλέτα των 52 ίππων και των 230 km/h τελικής, πήρε τη νίκη στο Isle of Man TT του 1939, με αναβάτη τον Βρετανό Ted Mellors και οι προοπτικές για το πρωτάθλημα του 1940 ήταν θετικότατες. Το αγωνιστικό της Benelli όχι μόνο κατατρόπωνε το άμεσα ανταγωνιστικό τετρακύλινδρο της Moto Guzzi, αλλά ήταν πιο γρήγορο από τα 500άρια της Νorton και της Velocette!
Δυστυχώς, η κλιμάκωση του Β’ Παγκ. Πολέμου, θα αλλάξει την ροή των πραγμάτων για την Benelli, την Ιταλία, αλλά και ολόκληρο τον κόσμο.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, το εργοστάσιο της Benelli επιτάσσεται και σε αυτό κατασκευάζονται κινητήρες αεροσκαφών για τις ανάγκες των δυνάμεων του Άξονα. Ο επικεφαλής του αγωνιστικού τμήματος πάντως, με τη σύμφωνη γνώμη της διοίκησης, λύνει κάτω από μεγάλη μυστικότητα το αγωνιστικό «υπερόπλο» και κρύβει τον κινητήρα του σε ένα εγκαταλειμμένο πηγάδι στα περίχωρα του Pesaro, ενώ η υπόλοιπη μοτοσυκλέτα καταχωνιάζεται σε έναν αχυρώνα.
Πρόκειται για μια σοφή απόφαση, καθώς το εργοστάσιο της Benelli θα υποστεί βαρύτατες ζημιές από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς, χαρακτηριζόμενο ως υψηλής προτεραιότητας στόχος. Η επανεκκίνηση είναι δύσκολη. Η Benelli σκαρφίζεται κάτι έξυπνο, μαζεύει στρατιωτικές μοτοσυκλέτες που είχαν εγκαταλειφθεί στην Ιταλία, τις επισκευάζει και τις πουλά σε ιδιώτες, προκειμένου να υπάρχουν έσοδα.
Θα χρειαστεί μια πενταετία για να επαναλειτουργήσει το εργοστάσιο με πλήρες δυναμικό, αλλά οι καιροί και οι καταστάσεις δεν επιτρέπουν «ανοίγματα» και μεγαλεπίβολα σχέδια.
Ο μεγαλύτερος εκ των αδερφών Benelli, ο Giusseppe, αντιτάσσεται σε αυτό και απομακρύνεται από τη διοίκηση, για να ιδρύσει την MotoBi, το 1952. Τα ηνία της Benelli αναλαμβάνει ο δεύτερος «πρεσβύτερος» εκ των αδερφών, ο Giovanni, ο οποίος έχει πολύ μεγαλύτερη επίγνωση των αναγκών της αγοράς.
Η Benelli πλέον εστιάζει σε μικρότερους κυβισμούς και οικονομικά δίτροχα, που ταίριαζαν προφανώς στις απαιτήσεις των αναβατών στην ανοικοδομούμενη Ιταλία.
Είναι η εποχή που παρουσιάζονται δύο εκ των δημοφιλέστερων μοντέλων της εταιρίας, με πολύ μεγάλη εμπορική απήχηση, τα δίχρονα Letizia, με κινητήρα 98cc και Leoncino (σας λέει κάτι το όνομα;), με κινητήρες 125 και 150cc, ενώ αργότερα θα υπάρξει και μια έκδοση Leoncino, με τετράχρονο κινητήρα 125cc.
Φυσικά το εμπορικό και αναγκαίο για την “επιβίωση” της Benelli κομμάτι ήταν ένας τομέας, οι αγώνες όμως εξακολουθούσαν να αποτελούν το μεράκι των αδερφών και έχουν ήδη δρομολογήσει την επιστροφή τους σε αυτούς, όχι με το εξωτικό τετρακύλινδρο 250άρι, αλλά με ένα μονοκύλινδρο, με το οποίο κατακτούν ένα παγκόσμιο πρωτάθλημα το 1950.
Στα χρόνια που ακολουθούν και ενώ η Ιταλία και ο κόσμος έχει συνέλθει από τον πόλεμο, η Benelli έχει δύο δρόμους για να διοχετεύσει την δημιουργικότητά της.
Εμπορικά, κάνει ένα άνοιγμα στις ΗΠΑ, με το δικύλινδρο σε σειρά Tornado (ξανά, σας λέει κάτι το όνομα;) και τα μικρού κυβισμού Mojave 260 και 360 που μετατρέπονταν εύκολα σε Scrambler, ενώ στην Eυρώπη παρουσιάζει μοντέλα όπως το 250 Sport και μια σειρά από σκούτερ με κινητήρες 50cc.
Στους αγώνες, είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου, ώστε το εκπληκτικό τετρακύλινδρο σε σειρά 250άρι, να αποδείξει την αξία του. Με βάση αυτό, η Benelli παρουσιάζει ένα νέο αγωνιστικό, το οποίο είναι κατά 10 ίππους λιγότερο ισχυρό από το μοντέλο του 1939.
Παρ΄όλα αυτά, από το 1962 που αρχίζει την παρουσία του στις πίστες, δείχνει τα δόντια του στον ανταγωνισμό της εποχής, αμφισβητώντας την κυριαρχία των Honda και των MV Agusta.
Mετά από χρονιές με πολύ θετικά αποτελέσματα, η Benelli αποφασίζει να συμμετάσχει και στην κατηγορία των 350cc, με εξίσου καλά αποτελέσματα, για να έρθει τελικά το 1969, όπου οι Kel Carruthers και Renzo Pasolini θα προσθέσουν άλλον έναν παγκόσμιο τίτλο στο ενεργητικό της Benelli, στα 250cc.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 οι Ιάπωνες έχουν αρχίσει να κατακτούν τον κόσμο με τις μοτοσυκλέτες τους και η Benelli, όπως και άλλες ευρωπαϊκές εταιρίες, αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα.
Την εποχή εκείνη κάνει την εμφάνισή του ο Ιταλο-Αργεντινικής καταγωγής μεγαλοβιομήχανος Alejandro De Tomaso, o οποίος αρχίζει ένα μπαράζ εξαγορών προβληματικών ιταλικών εταιριών, τόσο στους τέσσερις, όσο και στους δύο τροχούς.
O De Tomaso, θα αγοράσει την Benelli το 1971 και άμεσα θα ξεκινήσει ένα σχέδιο στρατηγικής ανάκαμψης για την εταιρία, εξαπολύοντας κατά μέτωπο επίθεση στους Ιάπωνες.
Benelli 500 Quattro 1974
Ο τρόπος με τον οποίο θα γινόταν αυτό, ήταν πολύ απλός: ο De Tomaso δίνει διαταγή στους μηχανικούς της Benelli να κοπιάρουν τον κινητήρα του Honda CB500 Four και να δημιουργήσουν μια ιταλική εκδοχή των περιβόητων UJM (Universal Japanese Motorcycles).
To αποτέλεσμα είναι το τετρακύλινδρο σε σειρά Benelli Quattro, με χωρητικότητα 498,5 cc, μια μοτοσυκλέτα αρκετά καλή σε οδηγική συμπεριφορά, πάσχοντας σε δύο σημεία σε σχέση με το Honda CB500 Four, την αξιοπιστία (κυρίως στα ηλεκτρικά) και την τιμή, που ήταν αρκετά υψηλότερη από αυτή του ανταγωνιστικού μοντέλου.
Με την εμπορική πορεία του Quattro να μην ενθουσιάζει, o De Tomaso αντιλαμβάνεται πολύ σύντομα ότι πρέπει να υπάρχει και ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των Ιαπώνων και έτσι με βάση το Quattro, δημιουργείται η πιο γνωστή Benelli της ιστορίας, η 750 Sei.
Είναι η πρώτη μοτοσυκλέτα παραγωγής με εξακύλινδρο σε σειρά κινητήρα και αναμφίβολα κλέβει τις εντυπώσεις το 1974 όταν και παρουσιάστηκε.
Πολύ καλή οδηγική συμπεριφορά, εκπληκτικός κινητήρας με θαυμάσια λειτουργία χωρίς κραδασμούς αλλά και πάλι… ακριβή.
Παρά τα καλά σχόλια, ούτε το εξακύλινδρο βήμα της Benelli θα αποδειχθεί ικανό να ανακόψει την σαρωτική επέλαση των Ιαπώνων και έτσι, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, η Benelli θα βρίσκεται σε πολύ άσχημη οικονομική κατάσταση, πρακτικά πτωχευμένη.
Θα χρειαστούν 15 χρόνια για να υπάρξει κάτι θετικό και αυτό έρχεται το 1995, όταν ο επιχειρηματίας Andrea Merloni αποκτά τους τίτλους της Benelli και επιχειρεί μια δυναμική επαναφορά του ονόματος, ορμώμενος από τη γενικότερη επιστροφή των ευρωπαϊκών εταιριών στην αγορά.
Ο Merloni αρχικά ακολουθεί μια τακτική «χαμηλών τόνων» με την παρουσίαση σκούτερ αλλά το 1999 δείχνει τις πραγματικές προθέσεις του με το κομψοτέχνημα Benelli Tornado Tre 900, μια μοτοσυκλέτα που ακόμα και σήμερα εντυπωσιάζει με τη σχεδίαση της.
Με τρικύλινδρο σε σειρά κινητήρα και τα χαρακτηριστικά βεντιλατέρ που έμοιαζαν με τουρμπίνες να απάγουν την θερμοκρασία από το τοποθετημένο κάτω από την ουρά (!) ψυγείο, το Tre 900 αφήνει υποσχέσεις για μια πολύ δυναμική επιστροφή.
Το δεύτερο χτύπημα έρχεται με την streetfighter μοτοσυκλέτα Benelli TnT, που φέρει μια ακραία και «εξωγήινη» για τα δεδομένα της εποχής σχεδίαση, καθώς και τον τρικύλινδρο κινητήρα του Tre, υπερκυβισμένο στα 1.130cc.
Για άλλη μια φορά όμως, οι προθέσεις ήταν καλές και ο κόσμος εντυπωσιασμένος, αλλά αυτό δεν μεταφράστηκε σε πωλήσεις, ίσως γιατί οι αναβάτες εξακολουθούσαν να είναι διστακτικοί, έχοντας ακόμα αμφιβολίες για την αξιοπιστία και την υποστήριξη μια τόσο «φρέσκιας» προσπάθειας.
Η Benelli θα έμπαινε και πάλι σε μια τροχιά αβεβαιότητας για κάποια χρόνια μέχρι που το 2005 εξαγοράζεται από τον κινεζικό όμιλο Qianjiang (ή QJ για συντομία).
Η συνέχεια είναι γνωστή, η Benelli έχει επιστρέψει για τα καλά πλέον, και για πρώτη φορά μετά από πολλές δεκαετίες, το μέλλον της διαγράφεται σίγουρο και σταθερό.
Αναλύοντας τις εταιρικές δομές που βρίσκονται πίσω από την Qianjiang, φθάνουμε στον όμιλο Geely που μεταξύ άλλων έχει στην ιδιοκτησία του την Volvo και ένα μερίδιο της Daimler. Mιλάμε πολύ απλά, για κολοσσό.
Η σημερινή γκάμα της Benelli αναπτύσσεται συνεχώς και ήδη έχει εδραιωθεί στην αγορά με μοντέλα όπως του TRK 502, που αποτελεί την best seller μοτοσυκλέτα της ιταλικής αγοράς, έχοντας σημειώσει μια πολύ καλή πορεία και στην χώρα μας.
Όλα δείχνουν – κι εμείς το ευχόμαστε – πως στα 110 χρόνια ιστορίας της Benelli θα προστεθούν πολλά ακόμη!