MotorBike.gr

SUZUKI: Συλλεκτικά GSX-R1000R αποτίουν φόρο τιμής στους αγώνες

01/04/2021

Θρυλικά “Legends” για αναβάτες θρύλους

Ισχυρός δεσμός φαίνεται πως δημιουργείται μεταξύ Ιταλίας και Suzuki. Μετά την αναβίωση του Katana, που αποτέλεσε σε πρώτη φάση ιδέα και υλοποίηση βελτιωτικού οίκου στην Μπολόνια, τώρα η επίσημη αντιπροσωπεία της εταιρίας στη γείτονα χώρα δημιουργεί μια σειρά από επτά εκπληκτικά GSXR 1000R, τα οποία αποτίουν φόρο τιμής στους θρυλικούς αναβάτες που χάρισαν τίτλους στη Suzuki.


1976 – Barry Sheene

Ο Βρετανός Barry Sheene γεννήθηκε το 1950 και ξεκίνησε τους αγώνες σε ηλικία 18 ετών, δείχνοντας αμέσως το ταλέντο και την ανταγωνιστικότητά του μέσα στις πίστες.

Ακολουθώντας μια συνεχόμενα ανοδική πορεία σε τοπικά και εθνικά πρωταθλήματα, το 1970 πέρασε στους διεθνείς αγώνες και κίνησε το ενδιαφέρον μεγάλων ομάδων.

Το 1974 υπογράφει με τη Suzuki και δύο χρόνια αργότερα βρίσκεται στη σέλα της RG500.

Κερδίζοντας πέντε από τους συνολικά δώδεκα αγώνες, στέφεται πρωταθλητής, ενώ συμβάλει ώστε η Suzuki να κατακτήσει και τον τίτλο των κατασκευαστών.

Barry Sheene 1976

Το “LegendGSXR1000R, είναι βαμμένο με τις χαρακτηριστικές κόκκινες και κίτρινες λωρίδες, ενώ ο αριθμός του Sheene, το “7”, βρίσκεται, όπως και τότε, σε περίοπτη θέση, στα πλαϊνά του φέρινγκ.

1977 – Βarry Sheene ξανά

Tην επόμενη χρονιά ο Sheene κατακτά και πάλι το πρωτάθλημα και η Suzuki έναν δεύτερο συνεχόμενο τίτλο στους κατασκευαστές.

Αυτή τη φορά η επικράτηση του Sheene είναι ακόμη πιο εμφατική, κερδίζοντας 6 αγώνες και πετυχαίνοντας μια δεύτερη θέση.

Πέραν των αγωνιστικών του επιτυχιών η δημοτικότητα του αναβάτη είναι επίσης στα ύψη, με τον αναβάτη να απολαμβάνει την αποδοχή και τις εκδηλώσεις λατρείας ενός ροκ σταρ.

Barry Sheene 1977

O Sheene για την ακρίβεια ήταν αρκούντως “ροκ”, τουλάχιστον με τον στερεοτυπικό ορισμό, έχοντας ροπή στις καταχρήσεις και ξεσαλώνοντας σε πάρτι, ενώ έκανε παρέα με τους Ringo Starr και George Harisson από τους Beatles.

Το δεύτερο GSXR 1000R που είναι αφιερωμένο στον μεγάλο αυτό αναβάτη, διατηρεί φυσικά τις κόκκινες και κίτρινες ρίγες, με ελαφρώς διαφοροποιημένη “διαδρομή” στο fairing, ενώ φέρει και ένα μεγάλο λογότυπο της Suzuki στα πλαϊνά.

1981 – Marco Lucchinelli

O Ιταλός Macro Lucchinelli ξεκίνησε τη διεθνή καριέρα του στους αγώνες το 1975 και βρισκόταν στην ομάδα της Suzuki το 1976 και το 1977, όταν ο Sheene “σήκωσε” δυο διαδοχικούς τίτλους.

Ήταν όμως μερικά χρόνια μετά, το 1981, όταν έλαμψε το δικό του άστρο, πετυχαίνοντας το μεγαλύτερο επίτευγμα στην καριέρα του, την κατάκτηση του παγκοσμίου πρωταθλήματος ταχύτητας στη μεγάλη κατηγορία των δίχρονων 500.

Με 5 νίκες και δύο βάθρα, ο Lucchinelli δεν άφησε κανένα περιθώριο στους αντιπάλους του, χαρίζοντας στη Suzuki άλλον ένα τίτλο, με RG500 και μπαίνοντας στο πάνθεον των πρωταθλητών.

Έμεινε επίσης στην ιστορία για το πολύ επιθετικό, στα όρια της “απερισκεψίας” στυλ οδήγησης του, παίρνοντας μεγάλα ρίσκα για τη διεκδίκηση της νίκης. Το “LegendsGSXR 1000R του Marco Lucchinelli, “παίζει” με την τριχρωμία λευκού – κόκκινου και μπλε, που ήταν και τα αγωνιστικά χρώματα της Suzuki το 1981.

1982 – Franco Uncini

Ο Ιταλός (επίσης), Franco Uncini, γεννήθηκε το 1955 και το 1976 ήταν η πρώτη χρονιά συμμετοχής του στο παγκόσμιο πρωτάθλημα, στις κατηγορίες 250 και 350 κ.εκ.

Χωρίς να έχει πετύχει κάτι καλύτερο από μια 8η θέση το 1978 στα 250 με Yamaha, o Uncini στήνει το 1979 τη δική του ομάδα στα 500, αγοράζοντας μια Suzuki RG500.

Η 5η και η 4η θέση το 1979 και το 1980, τον κατατάσσουν ως τον κορυφαίο ιδιώτη, για να έρθει μια καταστροφική, λόγω των συνεχών πτώσεων σεζόν, το 1981.

Ωστόσο τα καλά αποτελέσματα των δύο προηγούμενων ετών αποτελούσαν άριστα “διαπιστευτήρια”, και με τον Lucchinelli να μεταγράφεται στην Honda το 1982, ο Uncini έλαβε πρόσκληση από τη Suzuki, προκειμένου να συμμετάσχει στο πρωτάθλημα της σεζόν ως επίσημα υποστηριζόμενος αναβάτης.

Πέντε νίκες και δύο βάθρα μετά, άλλος ένας τίτλος προστίθεται στο παλμαρέ της Suzuki, με τον Uncini, να είναι ο τελευταίος Ιταλός αναβάτης της γενιάς αυτής που θα κέρδιζε πρωτάθλημα στη μεγάλη κατηγορία.

Για την ιστορία, ο επόμενος Ιταλός που θα κατακτούσε τίτλο στα 500, ήταν ο Valentino Rossi, το 2001.

To GSXR 1000R του Uncini, είναι σχεδόν μόνοχρωμο, σε θαλασσί απόχρωση, με το “13” να αποτελεί χτυπητή αντίθεση, μέσα σε κίτρινο κυκλικό πλαίσιο.

1993 – Κevin Schwantz

Ένας εμβληματικός αναβάτης από τη μεγάλη “αμερικανική” σχολή, που έχει χαρίσει στο άθλημα μερικές από τις πιο ιστορικές μονομαχίες μεταξύ αυτού και του έτερου Αμερικάνου και βασικού του αντιπάλου, Wayne Rainey.

O Schwantz γεννήθηκε το 1964 από “μοτοσυκλετιστική” οικογένεια, αφού οι γονείς του είχαν κατάστημα πώλησης δίτροχων.

Σε νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με το MX, αποτελώντας μάλιστα ανερχόμενο αστέρα του αθλήματος, ωστόσο μετά από έναν άσχημο τραυματισμό, αποφάσισε να στραφεί στην ταχύτητα.

Σύντομα προσαρμόστηκε στα νέα δεδομένα και βρέθηκε να αγωνίζεται για το πρωτάθλημα AMA Superbike των HΠΑ με Suzuki, όπου κατάφερε άμεσα να εντυπωσιάσει με το μαχητικό του στυλ και την επιμονή του για την νίκη.

Το 1986 βρίσκεται σε δορυφορική ομάδα της Suzuki για το παγκόσμιο πρωτάθλημα ταχύτητας, στη σέλα μιας RGV500.

Ξεκινώντας ως rookie και οδηγός εξέλιξης, δεν έχει πολλές συμμετοχές, όμως το 1988 εμπλέκεται πιο ενεργά τρέχοντας για την επίσης δορυφορική Pepsi Suzuki, με δύο νίκες και τέσσερα βάθρα.

Την επόμενη χρονιά τερματίζει 4ος, με έξι νίκες, εννέα βάθρα και εννέα επίσης pole, οπότε δικαιωματικά, το 1990 μεταγράφεται στην εργοστασιακή ομάδα, έχοντας πλήρη υποστήριξη.

Η δεύτερη θέση του πρωταθλήματος, μετά από επικές μάχες με τον Rainey, ακολουθείται από μια 3η θέση το 1991 και μια 4η το 1992, για να έρθει επιτέλους το πολυπόθητο πρωτάθλημα το 1993.

Στα χρώματα της “Lucky Strike” και με το νούμερο 34 το GSXR 1000R του Schwantz, ξυπνάει μνήμες από μια απίστευτη περίοδο των αγώνων και μάχες μεταξύ “ιερών τεράτων” της ταχύτητας!

2000 – Kenny Roberts Jr.

Γιος του τρεις φορές παγκόσμιου πρωταθλητή 500cc Kenny Roberts, o Kenny Roberts Jr. που γεννήθηκε το 1973, είχε σίγουρα ένα άριστο περιβάλλον για την καθοδήγησή του.

Η καριέρα του στο παγκόσμιο πρωτάθλημα ξεκινά το 1993 στην κατηγορία των 250 cc με την δορυφορική “Roberts” ομάδα της Yamaha, ενώ το 1996 ανεβαίνει στα 500 cc.

Την επόμενη χρονιά, μαζί με τον πατέρα του, αναλαμβάνουν την εξέλιξη και το στήσιμο της KR3, μιας GP μοτοσυκλέτας 500 cc που σηματοδοτεί και την είσοδο της Μαλαισιανής Modenas στο παγκόσμιο πρωτάθλημα ταχύτητας.

 Ήταν αυτή η εμπειρία του Roberts Jr. ως οδηγού εξέλιξης, που τον βελτίωσε σε μεγάλο βαθμό ως αναβάτη, χωρίς όμως αυτό να φανεί άμεσα, αφού τόσο το 1997 όσο και το 1998 τα αποτελέσματα ήταν μάλλον μέτρια.

Το 1999, ο Roberts Jr. υπογράφει με την Suzuki και σημειώνει δύο νίκες-έκπληξη στην αρχή της σεζόν, εναντίον του Michael Doohan που ερχόταν από ένα εκπληκτικό σερί 5 παγκόσμιων τίτλων!

Στη συνέχεια της χρονιάς όμως ο Jr. είχε κάποια άσχημα αποτελέσματα τα οποία του στέρησαν τον τίτλο, κι έτσι κατατάσσεται δεύτερος τελικά.

Το 2000 ο Kenny Roberts Jr. παρουσιάζεται πιο ώριμος και σταθερός. Κερδίζει τέσσερις αγώνες και πέντε βάθρα, ενώ πέραν μιας εγκατάλειψης, η χειρότερή του θέση μέσα στη χρονιά ήταν η έβδομη.

Αυτά αρκούσαν για να στεφθεί παγκόσμιος πρωταθλητής του 2000, με τη Suzuki να τον τιμά, βάφοντας το δικό του συλλεκτικό GSXR 1000R Legend με τα χρώματα και τα γραφικά της RGV500 της εποχής εκείνης.

2020 – Joan Mir

Σε μια πολύ δύσκολη χρονιά και μόνο το ότι ολοκληρώθηκε το πρωτάθλημα αποτελεί άθλο. Το ότι ο Joan Mir πήρε τον τίτλο υπό αυτές τις συνθήκες, δεν είναι σε καμία περίπτωση απαξιωτικό σαν επίτευγμα, ίσα – ίσα, που του δίνει και προστιθέμενη αξία!

Ο Iσπανός Joan Mir γεννήθηκε το 1997 και μετά από επιτυχίες στα Rookies Cup του MotoGP, αγωνίστηκε στη Moto 3 κατηγορία, για πρώτη φορά, το 2015.

Το 2016 ξεκινά η πλήρης συμμετοχή του στο πρωτάθλημα, με μοτοσυκλέτα της KTM σε δορυφορική ομάδα και η 5η θέση στην τελική κατάταξη, αφήνει τις καλύτερες υποσχέσεις για την συνέχεια.

Το 2017 οι υποσχέσεις εκπληρώνονται στο ακέραιο, με τον Mir να στέφεται πρωταθλητής Moto3 με Honda, ενταγμένος στην ομάδα της Leopard Racing.

H επόμενη χρονιά τον βρίσκει στην Moto 2 κατηγορία, όπου και τερματίζει 6ος στο πρωτάθλημα, για να έρθει μια νέα μεταγραφή, στη “μεγάλη” κατηγορία αυτή την φορά, ως επίσημος οδηγός της Team Suzuki Ecstar.

H δωδέκατη θέση, το 2019, φυσικά και αποτέλεσε περίοδο εξοικείωσης και συλλογής εμπειριών, για να έρθει το 2020, με την πανδημία το κορωνοϊού να φέρνει τα πάνω κάτω παντού, συμπεριλαμβανομένων των MotoGP.

O Mir, κατάφερε να στεφθεί πρωταθλητής με μια μόλις νίκη, αλλά και σταθερή απόδοση, σε μια σεζόν που οι πρώτες θέσεις μοιράστηκαν μεταξύ εννέα αναβατών.

Η GSXR 1000R Legend για τον τίτλο του Mir, έχει ένα διπλό ρόλο, αφού πέραν της κατάκτησης του πρωταθλήματος, αποτελεί και μια αναφορά στη συμπλήρωση 100 χρόνων ιστορίας της Suzuki.

Όλες οι εκδόσεις των instant classic, συλλεκτικών GSXR 1000R Legends διατίθενται στην ιταλική αγορά έναντι των 22.500 ευρώ έκαστο. Πέραν των ξεχωριστών χρωματισμών και των γραφικών, όλα φέρουν τελικά της Akrapovic και κάλυμμα σέλας συνεπιβάτη. Η διαδικασία για την απόκτησή τους γίνεται μέσω διαδικτύου και της ιταλικής αντιπροσωπείας.

 

Σας άρεσε το άρθρο; Κοινοποιήστε!