Τα ρεκόρ του Μπερτ που κρατάνε ακόμα
Μοτοσυκλέτα χωρίς πάθος δεν γίνεται, ελάχιστοι είναι όμως αυτοί που αφιέρωσαν πραγματικά τη ζωή τους στο δίτροχο όραμά τους, όπως ο Νεοζηλανδός Burt Munro. Αντισυμβατικός, με βίο σχεδόν ασκητικό, ο Munro κατάφερε με μια μοτοσυκλέτα του 1920 να θέσει νέα ρεκόρ ταχύτητας στη δεκαετία του 1960, έχοντας αναλάβει εξολοκλήρου την εξέλιξή της. Μια μοναδική ιστορία, για έναν μοναδικό άνθρωπο.
Η προσπάθεια του Burt Murno, ενός φτωχού ερασιτέχνη που τα έβαλε με τους πλούσιους επαγγελματίες και τους κέρδισε, πέρασε και στον κινηματογράφο. Η ταινία «The World’s Fastest Indian», του 2005 είναι ένα έπος, ένας ύμνος στη μοτοσυκλέτα και την ταχύτητα. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Στις 25 Μαρτίου του 1899, γεννιέται στο Edendale της Νέας Ζηλανδίας ο Herbert (Burt) James Munro. Με την οικογένειά του να διατηρεί μια φάρμα, ο Munro εξοικειώνεται με τις δουλειές στην ύπαιθρο και την αγροτική/κτηνοτροφική ζωή, όμως από πολύ νωρίς αρχίζει να εκδηλώνει την ανήσυχη φύση του.
Συνήθιζε να τρέχει με τα άλογα της φάρμας, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, απλά απολαμβάνοντας την αίσθηση της ταχύτητας, κάτι που έβρισκε αντίθετο τον πατέρα του, ο οποίος θεωρούσε αυτές τις εξορμήσεις στα καταπράσινα λιβάδια της Νέας Ζηλανδίας, ανούσιες και άσκοπες.
Ο Munro ασφυκτιούσε με τη ζωή και την καθημερινή ρουτίνα στο αγρόκτημα και αποζητούσε συνεχώς διεξόδους, όμως παρ΄όλα αυτά έμεινε πιστός στην οικογένεια και ακέραιος σε ό,τι αφορούσε τις υποχρεώσεις του.
Μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, και με την έναρξη της μεγάλης οικονομικής ύφεσης, η οικογενειακή φάρμα πουλήθηκε και ο Munro, ελεύθερος λόγω των συνθηκών, αναζήτησε αλλού την τύχη του. Έπιασε δουλειά ως εργάτης σε κατασκευαστική εταιρία και με τα χρήματα που έβγαζε χρηματοδοτούσε το νέο του μεγάλο πάθος, τις μοτοσυκλέτες.
Απόλυτα προσηλωμένος σε αυτό, σύντομα απέκτησε μια Douglas, την οποία βρήκε πολύ αργή για τα γούστα του, ενώ ακολούθησε ένα μοντέλο της Clyno, το οποίο επίσης αποδείχθηκε «απογοητευτικά αργό».
Ο Munro άρχισε επίσης να λαμβάνει μέρος σε αγώνες Speedway σε οβάλ χωμάτινες πίστες και πολύ σύντομα η δραστηριότητά του αυτή απόκτησε επαγγελματικό (και αμειβόμενο) χαρακτήρα.
Ωστόσο η αναζήτησή του για μια πραγματικά γρήγορη μοτοσυκλέτα συνεχίστηκε μέχρι που κατέληξε σε μια Indian Scout με V2 κινητήρα 37 κυβικών ιντσών (606 cc) η οποία την εποχή εκείνη διαφημιζόταν ως η ταχύτερη μοτοσυκλέτα του κόσμου.
Έχοντας βρει μια μοτοσυκλέτα που να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του και με το πάθος του να αναγνωρίζεται και να εκτιμάται στον δίτροχο μικρόκοσμο της Νέας Ζηλανδίας, ο Munro περνά σε μια νέα φάση της ζωής του. Συνεχίζει να αγωνίζεται σε κορυφαίο επίπεδο πλέον τόσο στην Νέα Ζηλανδία όσο και στην Αυστραλία, ενώ εργάζεται ως πωλητής μοτοσυκλετών και μηχανικός.
Σε ό,τι αφορά στην ιδιότητα του μηχανικού, ο Munro ήταν αυτοδίδακτος αλλά πολύ ικανός και ταλαντούχος, έχοντας μια πολύ διεισδυτική ματιά και αναλυτικότητα στην προσπάθεια κατανόησης του τρόπου λειτουργίας των κινητήρων και των επί μέρους μιας μοτοσυκλέτας.
Ήταν επίσης πολύ εφευρετικός, επίμονος και αντισυμβατικός, καταφέρνοντας όμως πάντα να επιτυγχάνει τους στόχους του ακόμα και αν χρειαζόντουσαν δεκάδες δοκιμές και αποτυχίες, μέχρι που να βρεθεί η λύση.
Ο Munro αφοσιώνεται πλήρως στους δύο τροχούς και περνά ατελείωτες ώρες στο συνεργείο μαστορεύοντας και βελτιώνοντας μοτοσυκλέτες, πολλές φορές μέχρι τα χαράματα, ενώ όταν δεν βρίσκεται στο συνεργείο, συμμετέχει σε αγώνες.
Σύντομα η προσωπική του μοτοσυκλέτα, η Indian Scout του 1920, γίνεται μοντέλο δοκιμών, για τις πιο παράτολμες βελτιώσεις, που αποσκοπούσαν φυσικά στην επίτευξη μεγαλύτερης τελικής ταχύτητας. Για τον σκοπό αυτό, μια από τις πρώτες βελτιώσεις που έκανε ο Munro, ήταν η μετατροπή του μοτέρ από πλαγιοβάλβιδο σε μια διάταξη με τις βαλβίδες στην κεφαλή.
Αυτό απαιτούσε την κατασκευή νέων κυλίνδρων – πέραν όλων των υπολοίπων φυσικά – όμως ο Munro δεν είχε εξειδικευμένο εξοπλισμό στο μικρό του συνεργείο, ούτε και περίσσεια χρημάτων. Αυτό που είχε ήταν ένας μικρός τόρνος, μια βασική σειρά εργαλείων και ράσπες. Αλλά όπως αναφέρθηκε ήδη, είχε επίσης αστείρευτο πάθος και εφευρετικότητα.
Ως υλικό για τους κυλίνδρους, λοιπόν, χρησιμοποιήθηκαν τμήματα από τις σωληνώσεις ενός παλαιού δικτύου αερίου, που ο Munro είχε φυλάξει όταν έγιναν εργασίες αντικατάστασης στην περιοχή που έμενε.
Τα τοιχώματα των σωλήνων αυτών είχαν αρκετό πάχος ώστε να επιτρέπουν στον Munro να «παίξει» με τη διάμετρο στο εσωτερικό, δημιουργώντας διάφορους κυβισμούς.
Αυτή η διαδικασία ξεκίνησε το 1926 και συνεχίστηκε επί δεκαετίες, με τον Munro να κατασκευάζει επίσης πιστόνια, εκκεντροφόρους, βολάν, μπιέλες και πολλά άλλα τμήματα του κινητήρα, χρησιμοποιώντας πάντα βασικά εργαλεία και απλές τεχνικές κατεργασίας!
Αν υπήρχε ανάγκη για τη χρήση ενός ειδικού εξωλκέα ή ενός συγκεκριμένου εργαλείου, ο Munro απλά τα κατασκεύαζε.
Είχε μια σχεδόν «ερωτική» σχέση με τα μέταλλα και κυκλοφορούν πολλοί αστικοί μύθοι γύρω από αυτό, όπως για παράδειγμα ότι έβαζε ρινίσματα σκουριάς στον καφέ του για τη γεύση.
Πέραν αυτών των υπερβολών, το σίγουρο είναι ότι μάζευε οτιδήποτε από αυτά που ο περισσότερος κόσμος θα αποκαλούσε «σαβούρα» και scrap και το εκμεταλλευόταν.
Για παράδειγμα, οι περισσότερες μπιέλες που έχει φτιάξει, προέρχονταν από έναν μεγάλο άξονα γεωργικού μηχανήματος, ενώ στην αναζήτησή του για πιο ανθεκτικά κράματα, έχει χυτεύσει ακόμα και έλικα αεροπλάνου που κατασκευαζόταν από μια πρόσμιξη που δεν ήταν διαθέσιμη στο εμπόριο.
Μετά από κάθε μετατροπή, έβγαζε τη μοτοσυκλέτα για δοκιμή, όχι πάντα επιτυχή βέβαια. Χαρακτηριστικό είναι ότι μέσα σε έναν αρκετά παραγωγικό μήνα, είχε διαλύσει τον κινητήρα της μοτοσυκλέτας του 11 φορές.
Αλλά για τον Munro αυτό δεν ήταν αποτυχία, ήταν μια διαδικασία εξέλιξης και μέσω της παρατήρησης των κατεστραμμένων τμημάτων, ερχόταν σταδιακά η βελτίωση.
Καθώς η σύζυγός του τον είχε εγκαταλείψει από τα τέλη της δεκαετίας του 1940, ακριβώς γιατί δεν μπορούσε να αποδεχθεί τον τρόπο ζωής του και τις ατελείωτες ώρες που αφιέρωνε στο πάθος του, ο Munro μετατράπηκε σταδιακά σε ένα ασκητή-μηχανικό, ο οποίος ζούσε και ανέπνεε μέσα στο συνεργείο που είχε στο γκαράζ του σπιτιού του, βγάζοντας ελάχιστα χρήματα προς το ζην, από επισκευές σε αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες.
Η αφοσίωσή του στο να κάνει όλο και πιο γρήγορη την Scout του, άγγιζε τα όρια της μονομανίας και όπως ήταν φυσικό, όλο αυτό πάθος απέδιδε καρπούς, με τον Munro να καταρρίπτει το ένα ρεκόρ ταχύτητας μετά το άλλο, στην Νέα Ζηλανδία και στην Αυστραλία.
Η Ωκεανία πλέον δεν τον χώραγε και ο Munro έβαλε ως στόχο την Αμερική και το πιο ξακουστό πεδίο άλατος (αλυκή) στον κόσμο, την Bonneville, όπου κάθε χρόνο συγκεντρωνόταν η αφρόκρεμα όσων επιχειρούσαν να καταρρίψουν ρεκόρ ταχύτητας.
Το πρόβλημα ήταν ότι ο Munro είχε ελάχιστα χρήματα και δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να καλύψει τα έξοδα αυτού του ταξιδιού. Βέβαια πρόβλημα και μάλιστα ανυπέρβλητο, χαρακτηρίζεται για όλους εμάς τους υπόλοιπους κάτι τέτοιο, αφού για έναν άνθρωπο με όραμα και απίστευτο πάθος ήταν απλά ένα προσπελάσιμο εμπόδιο.
Ο Μunro βρήκε την άκρη λοιπόν και επιβιβάστηκε σε ένα εμπορικό πλοίο από την Νέα Ζηλανδία για τις ΗΠΑ, εξοφλώντας το αντίτιμο του εισιτηρίου του με το να εργάζεται ως μάγειρας κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.
Φθάνοντας στην Αμερική, αγόρασε το πιο φθηνό αυτοκίνητο που μπορούσε να βρει και ξεκίνησε το ταξίδι του για την Utah, ρυμουλκώντας τη μοτοσυκλέτα του σε ένα τρείλερ και διανυκτερεύοντας μέσα στο αμάξι.
Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ο Munrο βρέθηκε στη Μέκκα της ταχύτητας και αποτέλεσε την αναγνωριστική του επίσκεψη, συγκεντρώνοντας όσες περισσότερες πληροφορίες μπορούσε για το μέρος και τους κανονισμούς.
Ο Munro θα επέστρεφε άλλες εννιά φορές στην Bonneville, συμμετέχοντας ως αγωνιζόμενος, πάντα στη σέλα της αγαπημένης του Indian Scout. Kατάφερε τρεις φορές να πετύχει νέα παγκόσμια ρεκόρ.
Το 1962, με 288 km/h στην κατηγορία των 55 κυβικών ιντσών (883 κ.εκ.), το 1966 με 270,47 km/h στην κατηγορία των 1000 cc και το 1967, με 295,45 km/h, στην κατηγορία μέχρι 999 cc.
Το ρεκόρ του 1967 κρατά ακόμα και σήμερα και δεν έχει καταρριφθεί!
Ο Burt Munro, έφυγε από την ζωή στα 78 του χρόνια, στις 6 Ιανουαρίου του 1978, στο σπίτι του στη Νέα Ζηλανδία.
Έχει συμπεριληφθεί από το 2006 στο αμερικάνικο AMA Hall of Fame (μεγάλος τίτλος τιμής για τους Αμερικανούς), ενώ το 2014, 36 χρόνια μετά τον θάνατο του, κατάφερε να σπάσει άλλο ένα ρεκόρ ταχύτητας, το δικό του, αφού κατόπιν ενστάσεως του γιου του, έγινε διόρθωση στον υπολογισμό των τιμών της ταχύτητας για την προσπάθεια του το 1967, και ο μέσος όρος στα δύο περάσματα ανήλθε στα 296,25 km/h!
Η ζωή του Βurt Munro μεταφέρθηκε όπως είπαμε και στη μεγάλη οθόνη το 2005, με την ταινία «The World’s Fastest Indian», στην οποία πρωταγωνιστεί ο Άντονι Χόπκινς και την οποία συστήνουμε ανεπιφύλακτα!