Είκοσι έξη χρόνια τραγούδια
Κανένα μοντέλο της Ducati δεν έχει μέχρι σήμερα αναπαραχθεί σε περισσότερες εκδόσεις απ’ ό,τι το Monster. Εκατόν έξι παραλλαγές του αυθεντικού σχεδίου έχουν δημιουργηθεί από την παρουσίαση του πρώτου Ducati Monster, που είδε το φως της μέρας το 1992. Έκτοτε η ιστορία των πιο διάσημων “τεράτων” στο χώρο των δύο τροχών συνεχίζεται με την ίδια ένταση και αμείωτο ενδιαφέρον. Κείμενο: Βασίλης Αντζουλάτος, Φωτογραφίες: Ducati
Το πρώτο Ducati Monster 900 είχε το παρατσούκλι Μοstro, γιατί στα ιταλικά έτσι λέγεται το “τέρας”.
Το Mostro, λοιπόν, είχε έναν απλό αλλά εμβληματικό αερόψυκτο V-2 κινητήρα 900cc, ένα “σήμα κατατεθέν” πλαίσιο χωροδικτύωμα κι ένα κόκκινο καμπουριαστό ντεπόζιτο να κάθεται στην κορυφή του. Όταν το πρωτοείδαμε το 1992 πάθαμε σοκ. Ενσάρκωνε με αφοπλιστική απλότητα την ουσία της μοτοσυκλέτας – ήταν αφαιρετικό μέχρι… υπερβολής. Ήταν τόσο ακριβώς όσο έπρεπε να είναι…
Η δημιουργία της Ducati το 1992 έμελλε να αλλάξει τον τρόπο που έβλεπε ως τότε ο κόσμος τις γυμνές μοτοσυκλέτες. Έπρεπε να το έχουμε καταλάβει, έπρεπε να το έχουμε μυριστεί. Η μοτοσυκλέτα είχε παρουσιαστεί στο διεθνές σαλόνι της Κολωνίας σαν πρωτότυπο και η τεράστια απήχηση που είχε, μαρτυρούσε ότι κάτι σημαντικό ερχόταν μαζί της. Είχε μόλις γενηθεί ένας ζωντανός θρύλος.
Η δημιουργία της Ducati γοήτευσε το κοινό που την ψήφισε με θέρμη, ενώ εισέπραξε και την απόλυτη έγκριση του ειδικού τύπου της εποχής. Το ριζοσπαστικό στυλ του Monster έδωσε έμπνευση σε ένα σωρό μοντέλα ανταγωνιστικών εταιριών που ακολούθησαν την τάση.
Το πλήρες όνομα της μοτοσυκλέτας που σχεδίασε ο Αργεντινός σχεδιαστής Miguel Angel Galluzzi ήταν Ducati M900 Monster και κυκλοφόρησε στην αγορά το 1993.
Επρόκειτο για τον ορισμό της γυμνής μοτοσυκλέτας: όλα στη φόρα, όλα φανερά, τίποτε κρυμμένο πίσω από κάποιο πλαστικό κομμάτι ή από ένα εξάρτημα. Η Ducati Monster κατέχει – τιμητικά – τον τίτλο της “πρώτης γυμνής μοτοσυκλέτας” της μοντέρνας εποχής.
Κι αν οι παλαιότεροι μοτοσυκλετιστές δεν κατανοούν αυτό τον τίτλο, λόγω του ότι όλες οι “παλιές” μοτοσυκλέτες χονδρικά μέχρι και το τέλος του ’70 ήταν τόσο γυμνές όσο το Monster (με έναν κινητήρα, ένα πλαίσιο και ένα ρεζερβουάρ), θα πρέπει να μεταφερθούμε στη δεκαετία του ’90 και να λάβουμε υπόψη μας τα τότε δεδομένα της αγοράς για να κρίνουμε σωστότερα με τα κριτήρια της συγκεκριμένης εποχής.
Μιας εποχής που ήταν γεμάτη πλαστικό, με τις μοτοσυκλέτες λες και προσπαθούσαν να διαγωνιστούν ποια θα φορτωθεί με παραπάνω καπάκια και να κρύψει τα σωθικά της όσο το δυνατόν περισσότερο.
Ο εμπνευσμένος – όπως αποδείχθηκε αργότερα – Galluzzi είχε περάσει ως τότε μια αδιάφορη επαγγελματική περίοδο, δουλεύοντας για την General Motors. Εργαζόμενος σε αυτοκινητοβιομηχανία, είχε βαρεθεί τις πολύχρονες κι επίπονες διαδικασίες που ακολουθεί η συγκεκριμένη βιομηχανία μέχρις ότου καταλήξει σε ένα οριστικό σχέδιο.
Έπιασε, λοιπόν, δουλειά στη Honda, που εκείνη την εποχή – όπως είπαμε και παραπάνω – κάλυπτε τις μοτοσυκλέτες της με όσο το δυνατόν περισσότερο πλαστικό.
Ο Galluzzi ήταν του “μίνιμαλ” και της ουσίας, δεν του ταίριαζε η φιλοσοφία της εταιρίας κι αναζητώντας άλλο χώρο δράσης, έφυγε κι από κει κι άρχισε να δουλεύει για τους αδελφούς Castiglioni της Cagiva, που ήταν και ιδιοκτήτες της Ducati και της Husqvarna. Η πρώτη του εργασία ήταν να δημιουργήσει την Ducati 900SS των ’90s.
Ο Galluzzi είχε κάποιες ιδέες στο κεφάλι του και προσπαθούσε να πείσει τα αφεντικά του να τις κυκλοφορήσουν στην αγορά. Έφτιαξε ένα Ducati 900SS με μισό φέρινγκ και όταν οι μαρκετίστες της Cagiva “διέταξαν” ολόκληρο φέρινγκ “όπως ο ανταγωνισμός”, αυτό φτιάχτηκε όπως-όπως για να το δει ο κόσμος στο μεγάλο σαλόνι της Κολωνίας του ’90.
Η μοτοσυκλέτα έγινε και εμπορική επιτυχία και best seller της Ducati, παρ’ όλα αυτά, όμως, στο Bologna Show τον Δεκέμβριο του ’90 ο επίμονος Galluzzi έδειξε τις σχεδιαστικές του προτιμήσεις, παρουσιάζοντας ένα 750SS με μισό φέρινγκ.
Ο αρχικός σκοπός είχε προσδιοριστεί από τον τεχνικό διευθυντή της Ducati, τον Massimo Bordi, που ανέθεσε τη σχεδίαση στον Galluzzi. Ο Bordi ζήτησε από τον Galluzzi να δημιουργήσει “κάτι” που να αναδεικνύει τη μεγάλη κληρονομιά της Ducati και να είναι ευκολοοδήγητο, κι όχι μια ακόμα απαιτητική σπορ μοτοσικλέτα.
Η γενική κατεύθυνση ήταν η αγορά των cruiser, η Ducati ήθελε κάτι που να προσεγγίζει τη φιλοσοφία των Harley-Davidson, ειδικά στο κομμάτι της εξατομίκευσης (customizing) και να δέχεται πλήθος after market εξαρτημάτων.
Στο παρελθόν η Cagiva είχε κάνει μια προσπάθεια με την ιδιόμορφη τσοπεροειδή Ducati Indiana 1986-1990 με τον δικύλινδρο V κινητήρα, η οποία όμως είχε φέρει μικρές πωλήσεις, μιας και είχε χάσει τον ιταλιάνικο αέρα της για χάρη μιας ιδιόμορφης αμερικάνικης μοτο-κουλτούρας. Το Monster έκανε ακριβώς το αντίθετο, φωνάζοντας από μακριά ποιες ήταν οι ρίζες του και η χώρα καταγωγής του.
Λόγω του ότι ο Bordi ήθελε να κρατήσει χαμηλά το κόστος, η μοτοσυκλέτα δημιουργήθηκε “εκ των ενόντων” χρησιμοποιώντας υπάρχοντα πλαίσια, κινητήρες κ.λπ.
Ο Galluzzi μεγαλούργησε στο κομμάτι της μινιμαλιστικής σχεδίασης, χρησιμοποιώντας κινητήρες από 900 SS που υπήρχαν μπόλικοι στο εργοστάσιο και ζευγαρώνοντας το με ένα πλαίσιο χωροδικτύωμα.
Την έμπνευση για το όνομα Monster έδωσαν στον Galluzzi τα παιδιά του, που εκείνο τον καιρό έπαιζαν με τερατόμορφες λάστιχένιες φιγούρες.
Τα Monster κατασκευάζονται από το 1993, 26 χρόνια τώρα, και αποτελούν πλέον ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας της Ducati. Ήταν η όψη τους και η φιλοσοφία πίσω από αυτήν που άγγιξε τις καρδιές των μοτοσυκλέτιστών που τις προτίμησαν. Το 2005, οι πωλήσεις των Monster κατόρθωσαν να πετύχουν περισσότερο από το μισό μερίδιο των συνολικών πωλήσεων της Ducati παγκοσμίως.
Πλήθος εκδόσεων έχουν παραχθεί όλα αυτά τα χρόνια, ξεκινώντας από τα Μonster 400 (ειδικά για τις αγορές της Ιταλίας, της Ιαπωνίας και της Σιγκαπούρης) και φθάνοντας σε ιπποδυνάμεις που αγγίζουν τους 160 ίππους. Μέχρι σήμερα έχουν παραχθεί πάνω από 330.000 μονάδες.
Χωρίς σημαντικές αλλαγές παρέμειναν τα Monster μέχρι τη δεκαετία του 2000 και την παρουσίαση του S4, που φορούσε υγρόψυκτο κινητήρα με 4βάλβιδες κεφαλές , κι ένα σωρό “προχωρημένα” περιφερειακά.
Το 2003 κατέφτασε η ακόμα πιο σπορ S4R με τον κινητήρα της 996 και δυο τελικά εξατμίσεων στη δεξιά της πλευρά, με μονόμπρατσο ψαλίδι και απόδοση 113 ίππων. Τα πράγματα θα αγρίευαν ακόμα περισσότερο το 2005, με την εμφάνιση του S4RS Testastretta με τον κινητήρα του 999 Superbike.
Η Ducati μπορεί να κοίταζε την κορυφή αλλά πάντα φρόντιζε καλά και τη βάση. Για παράδειγμα, το Monster 696, απόγονος του δημοφιλούς Monster 620, κατάφερε μέσα σε ένα χρόνο να πουλήσει πάνω από 12.000 μονάδες, κι έγινε η πρώτη Ducati που πούλησε περισσότερες από 10 χιλιάδες μοτοσυκλέτες μέσα σε ένα χρόνο.
Σήμερα η γκάμα των Ducati Monster απαρτίζεται από πέντε διαφορετικές εκδόσεις. Ξεκινάει από τις Monster 797, Monster 821 και φτάνει στις Monster 1200, την S και την R, η οποία τελευταία φοράει κινητήρα 152 ίππων.
Πολύς δρόμος έχει καλυφθεί και πολλά χρόνια έχουν περάσει – πάνω από δυόμισι δεκαετίες – από τότε που παρουσιάστηκε το πρώτο Monster Μ900 των 80 ίππων, αλλά η μοτοσυκλετιστική ουσία της οικογένειας παραμένει γνήσια και ατόφια.