Pazzi Italiani ΙΙ
Στο μυαλό των περισσότερων αναβατών, ο συνδυασμός των λέξεων Ιταλία και μοτοσυκλέτα δημιουργεί συγκεκριμένους συνειρμούς. Κορυφαία σχεδίαση, οδηγική συμπεριφορά, μοναδική γοητεία και έντονος χαρακτήρας. Τα πράγματα, όμως, δεν ήταν, ούτε είναι πάντα ακριβώς έτσι ή για να το θέσουμε καλύτερα, υπάρχει ένας μικρός αριθμός εξαιρέσεων που απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Από την άλλη υπάρχει και ο κανόνας, που είναι υπέροχες μοτοσυκλέτες, φτιαγμένες από “κουνημένα” ιταλικά μυαλά. Κείμενο: Κώστας Γαμβρούλης
Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι οι μοτοσυκλέτες που ακολουθούν χαρακτηρίζονται άσχημες, με κακή οδηγική συμπεριφορά και αδιάφορες, κάθε άλλο!
Απλά αποτελούν μια διαφορετική και έξω από τα συνηθισμένα έκφραση της ιταλικής μοτοβιομηχανίας, πολλές φορές σε βαθμό υπερβολής, γι’ αυτό και ονομάσαμε το άρθρο “Pazzi Italiani” που σημαίνει σε ελεύθερη μετάφραση “Τρελο-Ιταλοί”.
Συλλέγουμε δέκα μοτοσυκλέτες που έχουν φτιαχτεί στην Ιταλία και ξεφεύγουν από τα συνηθισμένα. Αυτό είναι το δεύτερο μέρος του άρθρου, ενώ το πρώτο μπορείτε να το διαβάσετε εδώ.
Νο 6. NCR Millona 16: Εξωτική, “πολιτική” MotoGP
H NCR την έχει αποκαλέσει την «πιο εξωτική μοτοσυκλέτα που έχει παραχθεί ποτέ» και δεν έχουμε κάποιον λόγο να διαφωνήσουμε με αυτό, αφού ουσιαστικά πρόκειται για μια βελτιωμένη Replica μοτοσυκλέτα MotoGP.
Το σημείο εκκίνησης για κάθε Millona 16 ήταν μια Ducati Desmosedici RR ή μάλλον ο κινητήρας της συγκεκριμένης μοτοσυκλέτας, ο οποίος λυνόταν και… γινόταν ακόμα πιο αποδοτικός, ξεπερνώντας σε απόδοση τους 200 ίππους.
Στη συνέχεια κατασκευάζονταν το πλαίσιο και το ψαλίδι της μοτοσυκλέτας από carbon fiber, ενώ από το ίδιο υλικό ήταν το fairing, το ρεζερβουάρ και οι τροχοί.
Ό,τι άλλο δεν μπορούσε να κατασκευαστεί από carbon, φτιαχνόταν από τιτάνιο, όπως ολόκληρη η εξάτμιση, και οι βίδες.
Στον τομέα των περιφερειακών, φυσικά δεν θα μπορούσε να επιλεγεί κάτι άλλο πέρα από κορυφαία εξαρτήματα, με την Ohlins να προσφέρει ένα FGR000 πιρούνι και ένα TTX αμορτισέρ, στα οποία η NCR προσέδιδε τις δικές της εργοστασιακές ρυθμίσεις, με τα φρένα να προέρχονται από έναν συνδυασμό των κορυφαίων αγωνιστικών προϊόντων των εταιριών Braketech και Βrembo.
Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα ένα βάρος της τάξεως των 145 κιλών (εντάξει, χωρίς βενζίνη…), ενώ η τιμή της μοτοσυκλέτας έφτανε τα 220.000 χιλιάδες ευρώ!
Νο 7. Vyrus Alyen: Μοτο-εξωγήινος!
Η Vyrus δημιουργήθηκε από μια ομάδα μηχανικών που συμμετείχαν στη σχεδίαση και εξέλιξη του περίφημου εναλλακτικού μπροστινού της Bimota Tesi 2D.
Mε τον Ascanio Rodorigo στο τιμόνι, η Vyrus κατασκευάζει μοναδικές μοτοσυκλέτες, στα μέτρα των εύπορων προφανώς πελατών της (ανάμεσα τους και ο Tom Cruise), οι οποίες χαρακτηρίζονται από ακραία σχεδίαση και φυσικά από το σχήματος “Ω” πλαίσιο και το εναλλακτικό μπροστινό δύο σκελών, με το hub τύπου κέντρο για το στρίψιμο του τροχού.
To μοντέλο Alyen, αποτελεί την τελευταία δημιουργία της Vyrus. Φέρει έναν V2 κινητήρα από Ducati Panigale 1199, o οποίος φυσικά έχει προσαρμοσμένη την Corsa ECU και με τις κατάλληλες περιποιήσεις της Vyrus αποδίδει 205 ίππους.
Το σχήματος Ω πλαίσιο, το ψαλίδι και τα σκέλη του μπροστινού, είναι κατασκευασμένα από μαγνήσιο, ενώ οι τροχοί και τα μέρη που συνιστούν το fairing αλλά και τις περισσότερες εξωτερικές επιφάνειες του Alyen, φτιάχνονται από carbon fiber. Φυσικά η συνολική σχεδίαση είναι κάθε άλλο παρά συμβατική, με το Alyen να θυμίζει Alien μοτοσυκλέτα.
Νο 8. Μoto Guzzi Galletto: Ένα κοκόρι που έβαλε φωτιές
Το «κοκόρι» της Moto Guzzi ή αλλιώς το πρώτο δίτροχο που επιχείρησε αυτό που στις μέρες μας αποτελεί κοινό τόπο, τον συνδυασμό δηλαδή στοιχείων από τα σκούτερ και τις μοτοσυκλέτες.
Το Galletto χρησιμοποιούσε τετράχρονο κινητήρα σε εκδόσεις 160, 175 και 192 cc, τοποθετημένο στο μέσο του μεταξονίου, μεγάλης διαμέτρου τροχούς, ανεξάρτητο σύστημα ψαλιδιού και ανάρτησης και τριτάχυτο ή τετρατάχυτο κιβώτιο (αναλόγως της έκδοσης).
Η ποδιά και οι πλατφόρμες-μαρσπιέ για τα πόδια του οδηγού δημιουργούσαν μια άνετη και καλά προστατευμένη θέση οδήγησης, ενώ τα τελευταία χρόνια της παραγωγής του, προστέθηκε και μίζα!
Για ένα δίτροχο που παρουσιάστηκε το 1950, το Galletto ήταν σίγουρα πολύ μπροστά από την εποχή του, αποδεικνύοντας ότι στο στρατόπεδο της Guzzi, υπήρχε ανέκαθεν τόλμη αλλά και ιδιοφυείς μηχανικοί.
Το Galletto σημείωσε καλές πωλήσεις, παρά το γεγονός ότι ήταν ακριβό σε σχέση με τις Vespa και τις Lambretta και η ιστορία θέλει την Piaggio να… απειλεί την Moto Guzzi με την παρουσίαση μοτοσυκλετών, προκειμένου να μην συνεχίσει τη δραστηριοποίησή της στην κατηγορία των σκούτερ. Όπως λέγεται, οι δύο πλευρές κατέληξαν σε μια συμφωνία που προέβλεπε να μην ανακατεύεται η μια στις δουλειές της άλλης.
Νο 9. S.P.A. Moto Major: Και η Fiat δίτροχα;
Αν και δεν είναι ευρέως γνωστό, η FIAT το έχει… «ψάξει» τόσο με τα σκούτερ όσο και με τις μοτοσυκλέτες στο παρελθόν, ανιχνεύοντας το κατά πόσο θα μπορούσαν τα οχήματα αυτά να ενταχθούν στην παραγωγή της.
Σε ό,τι αφορά τις μοτοσυκλέτες, ήταν το 1947, όταν ανέθεσε στο μηχανικό Salvatore Maiorca να παρουσιάσει ένα πρωτότυπο μοτοσυκλέτας που θα πληρούσε τα κριτήρια αυτά. Ο Maiorca, ο οποίος δούλευε για λογαριασμό της S.P.A., που ανήκε στην FIAT, καταπιάνεται άμεσα με το project.
Η Moto Major, ήταν μια μοτοσυκλέτα με τετράχρονο μονοκύλινδρο κινητήρα 350 cc και ξεχώριζε από το αεροδυναμικό της fairing, το οποίο άφηνε πολύ λίγα στοιχεία έκθετα σε κοινή θέα. Ωστόσο δεν επρόκειτο απλώς για ένα fairing αλλά ήταν επί της ουσίας ένα monocoque τύπου σασί, που ντούμπλαρε και σε δομικό ρόλο. Αν αυτό δεν ήταν αρκετά περίεργο, έχει και άλλο.
Οι τροχοί της Moto Major είχαν σταθερή έδραση σε αυτό το monocoque σασί και την ανάρτηση αναλάμβαναν ελαστικοί δίσκοι-παρεμβύσματα τοποθετημένοι στην περιφέρεια της ζάντας, προσφέροντας μια «διαδρομή» της τάξεως των 50 mm.
Αυτή ήταν μια εφαρμογή την οποία ο Maiorca έχει μεταφέρει από τον κόσμο της αεροπλοΐας, αφού παρόμοια συστήματα εφαρμόζονταν στους τροχούς αεροσκαφών της εποχής εκείνης. H Moto Major ενθουσίασε τους ανθρώπους της FIAT και ο Maiorca ξεκίνησε αμέσως τη σχεδίαση μιας δικύλινδρης έκδοσης. Ωστόσο όταν τους πέρασε ο ενθουσιασμός και το εξέτασαν οικονομοτεχνικά το θέμα, είδαν ότι δεν συνέφερε καθόλου την εταιρία ένα τέτοιου είδους άνοιγμα στην μεταπολεμική Ιταλία.
Οι «ελαστικοί» τροχοί ήταν ένα στοιχείο που η FIAT σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να έχει πέραση στο κόσμο των αυτοκινήτων και της μοτοσυκλέτας και μάλιστα η Pirelli αναμίχθηκε ενεργά σε όλο αυτό, αλλά τελικά ούτε κι αυτό ήταν κάτι που μετουσιώθηκε σε παραγωγή, με τηνMoto Major και τις πατέντες της να περνάνε στον κόσμο της λήθης.
Νο 10. Moto Guzzi Mulo Mecccanico: Αναρριχητική ικανότητα
Δεν πρόκειται για μοτοσυκλέτα, αλλά για κάτι που θα το χαρακτηρίζαμε ως σούπερ-φουρκόνι και το οποίο κατασκευάστηκε από την Moto Guzzi κατόπιν απαίτησης του ιταλικού στρατού για αντικατάσταση των ημιόνων (τα συμπαθέστατα μουλάρια δηλαδή) ως μεταφορικό μέσο των Alpinisti (Αλπινιστές), που αναφέρθηκαν και στην περίπτωση του Alepnscooter στο πρώτο μέρος του άρθρου.
Η Moto Guzzi είχε μακρά παράδοση στην κατασκευή τρίτροχων μεταφορικών, έχοντας από το 1928 ξεκινήσει με το κινούμενο από έναn μονοκύλινδρο 500άρη κινητήρα, Typo 107.
Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, χρειαζόταν κάτι με ισχύ και μεγάλες αναρριχητικές ικανότητες και η πρόταση της εταιρίας ήταν το… μηχανικό μουλάρι, ή Mulo Meccanico, όπως λέγεται στα ιταλικά.
Ο κινητήρας ήταν ο «φρεσκοσχεδιασμένος» από τον Giulio Cesare Carcano αερόψυκτος V2 και μάλιστα αυτή ήταν η πρώτη του εφαρμογή (!) σε όχημα, πριν περάσει στις μοτοσυκλέτες, με το θρυλικό V7.
Σε έκδοση 750 cc με απόδοση μόλις 20 ίππων λόγω της χαμηλής συμπίεσης, αλλά με πολύ μεγάλα αποθέματα ροπής, αναλάμβανε να κινήσει το όχημα που είχε κίνηση και στους τρεις τροχούς του, με ένα σύστημα αξόνων και κωνικών γραναζιών να μεταφέρει την ισχύ και μπροστά.
Το Mulo Meccanico, μπορούσε επίσης να πάρει ερπύστριες στους πίσω τροχούς, με ένα σύστημα μόνιμα τοποθετημένων τροχαλιών-οδηγών να κάνει την όλη διαδικασία εύκολη υπόθεση.
Τα οχήματα τελικά εντάχθηκαν στις υπηρεσίες του στρατού, αφού πληρούσαν τα ζητούμενα, αλλά αποδείχθηκαν δύσκολα στον χειρισμό τους και πολύ επικίνδυνα, με πολλούς οδηγούς να τραυματίζονται σοβαρά ή ακόμα και να χάνουν την ζωή τους, ειδικά από τα «καπάκια», στα οποία τα Mulo Meccanico ήταν πολύ επιρρεπή, όταν σκαρφάλωναν σε πλαγιές με απότομη κλίση.
Ένας άλλος παράγοντας που οδήγησε στοn παροπλισμό τους μετά από μια βραχύβια περίοδο χρήσης, ήταν το γεγονός της πολυπλοκότητας και του χρόνου που απαιτούσαν για τη συντήρηση ή την επισκευή τους, καθιστώντας την επιχειρησιακή τους δεινότητα, ειδικά σε ενδεχόμενο πολέμου, υπό αμφισβήτηση.