MotorBike.gr

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Ducati Scrambler 250, 350, 450 1962 – 1976

29/06/2021

Οι “αμερικάνικες” Ducati που πήγαιναν και στο χώμα


Μπορεί στις μέρες μας το όνομα
Scrambler για τη Ducati να είναι συνδεδεμένο με σύγχρονες νεορετρό μοτοσυκλέτες με αερόψυκτους V-2 Desmo κινητήρες, ωστόσο όλα άρχισαν πολλά χρόνια πριν, με μια γκάμα μονοκύλινδρων μοτοσυκλετών που σημείωσαν μεγάλη εμπορική επιτυχία στην αγορά των ΗΠΑ. Κείμενο: Κώστας Γαμβρούλης

Η ιστορία ξεκινά στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Οι ουγγρικής καταγωγής αδερφοί Berliner, που είχαν αναλάβει την αντιπροσώπευση και διανομή των Ducati, Zundapp, Norton, Μatchless και Moto Guzzi στις HΠΑ, είναι σε συνεχή επαφή με τις εταιρίες αυτές, ζητώντας τους να κατασκευάσουν μια μικρού κυβισμού, πολυχρηστική μοτοσυκλέτα.

Πιστεύουν ότι η τεράστιας δυναμικής αγορά των ΗΠΑ αποζητά ένα μοντέλο αυτού του είδους και οι εμπορικές προοπτικές είναι πολύ μεγάλες. Η εταιρία που ανταποκρίνεται πιο άμεσα στο αίτημα αυτό, είναι η Ducati, η οποία την εποχή εκείνη είχε στη γκάμα της αποκλειστικά μονοκύλινδρα μοντέλα, με τον εμβληματικό L2 (όπως λένε οι Ιταλοί τον V-2 τους) Desmo, να παρουσιάζεται μια δεκαετία αργότερα (1972) .

O «μικρού κυβισμού κινητήρας» ήταν ήδη έτοιμος, ένας μονοκύλινδρος αερόψυκτος 249 cc με μονό εκκεντροφόρο οδηγούμενο από άξονα και κωνικά γρανάζια, ο οποίος τοποθετούνταν στο μοντέλο Diana 250 ή Daytona 250 όπως ήταν γνωστό στη Βρετανία. Το θέμα ήταν πώς θα αποκωδικοποιούσε η Ducati την «πολυχρηστική» απαίτηση των Berliner.

Τα OnOff ακόμα… δεν είχαν εφευρεθεί ακόμα ως κατηγορία, για την ακρίβεια, στις αρχές της δεκαετίας του 1960 τα πράγματα ήταν πολύ περιορισμένα και συγκεκριμένα σε ό,τι αφορούσε τις μοτοσυκλέτες παραγωγής.

Μια κατηγορία που συγκέντρωνε ωστόσο τις περισσότερες πολυχρηστικές αρετές, ήταν τα Scrambler, με την έννοια του ότι αποτελούσαν μοτοσυκλέτες δρόμου κατά βάση, με διάφορες μετατροπές για να επιτρέπουν την εκτός δρόμου κίνηση.

H Ducati πάτησε πάνω σε αυτό και το 1962 παρουσίασε το Scrambler 250, το οποίο έμοιαζε –και ήταν – ένα street μοντέλο με τρακτερωτά ελαστικά για χώμα, όρθια θέση οδήγησης και ψηλό τιμόνι με έντονο “U” στο κέντρο του.

Λανσαρίστηκε σαν μια μοτοσυκλέτα “4 σε 1”, με τη Ducati να ισχυρίζεται ότι με ελάχιστες μετατροπές μπορούσε από Scrambler να μετατραπεί σε αμιγώς street μοντέλο, short tracker (μικρού κυβισμού flat track δηλαδή) και endurο. Mη σας προκαλεί εντύπωση το enduro, αφού καμία σχέση δεν είχαν οι enduro μοτοσυκλέτες του 1960 με τα σημερινά καθαρόαιμα.

Στο πρώτο αυτό Scrambler, ο κινητήρας του Diana μοντέλου έφερε ορισμένες μετατροπές, όπως πιστόνι υψηλής συμπίεσης με 4 ελατήρια, εκκεντροφόρο διαφορετικού χρονισμού και μεγαλύτερης διαμέτρου καρμπιρατέρ.

Η απόδοση του κινητήρα ήταν 18 ίπποι και το κιβώτιο τετρατάχυτο, ενώ εντυπωσιακό στοιχείο αποτελούσε η εξάτμιση, που ήταν ένας απλός σωλήνας με κοντή απόληξη λίγο κάτω από το μέσο του ψαλιδιού.

Oι Aφοί Berliner δεν είχαν κάνει λάθος στις προβλέψεις τους και το Scrambler 250 έτυχε πολύ θερμής υποδοχής στην αγορά των ΗΠΑ, με τη Ducati να παρουσιάζει σε πολύ σύντομο χρονικά διάστημα (για τα δεδομένα της εποχής) ανανεώσεις του μοντέλου.

Το 1964 και το 1965, το Ducati Scrambler 250 απέκτησε διαδοχικά νέα σέλα και ρεζερβουάρ, αναδιπλούμενα μαρσπιέ, φυσούνες στο πιρούνι, προστατευτική ποδιά, εξάτμιση με απόληξη ψηλά, καθώς και κιβώτιο 5 σχέσεων.

Το 1967 παρουσιάζεται το Ducati Scrambler 350 με κινητήρα 340,2 cc και απόδοση 24 ίππων. Η βασική αρχιτεκτονική του μοτέρ δεν έχει αλλάξει, με έναν εκκεντροφόρο οδηγούμενο από άξονα και δύο βαλβίδες, ωστόσο τα κάρτερ είναι νέας σχεδίασης, πιο πλατιά και με νέες βάσεις/συνδέσμους στο πλαίσιο, ένα στοιχείο που προέρχεται από αγωνιστικά μονοκύλινδρα της Ducati.

Σημειώνεται εδώ, ότι το δεσμοδρομικό σύστημα οδήγησης των βαλβίδων, έχει για πρώτη φορά χρησιμοποιηθεί από την Ducati το 1967 στο αγωνιστικό πεδίο, με τα 250 και 350 SCD (Sport Corsa Desmo), ωστόσο δεν έχει περάσει ακόμα σε κανένα μοντέλο παραγωγής, με τα Scrambler να χρησιμοποιούν ελατήρια για την επαναφορά των βαλβίδων τους.

Ένα νέο Ducati Scrambler 250 λανσάρεται το 1968, χωρίς ιδιαίτερες αλλαγές, πέραν του ότι ο κινητήρας έφερε τα νέα, ευρύτερα κάρτερ του 350. Για την ιστορία, όλα τα Scrambler αλλά και γενικά τα μονοκύλινδρα παραγωγής της Ducati προ του 1967 ονομάζονται «narrow case», ενώ μετά το 1967, χαρακτηρίζονται ως «wide case», με βάση πάντα τη σχεδίαση των κάρτερ τους.

Το μεγαλύτερο σε κυβισμό Ducati Scrambler, παρουσιάζεται το 1969, με κινητήρα 435,7 cc , 27 ίππους και ενισχυμένο πλαίσιο.

Στις ΗΠΑ, το μοντέλο αυτό λανσαρίστηκε ως 450 Jupiter, ωστόσο ποτέ δεν κατάφερε να έχει την εμπορική επιτυχία των μικρότερων εκδόσεων. Πάντως σχεδιαστικά έχει τη μεγαλύτερη συγγένεια με τις σύγχρονες Scrambler της Ducati και η ιταλική εταιρία «πάτησε» πάνω στη Jupiter για να προσδώσει τη νεορετρό αύρα στη σημερινή γκάμα.

Μπαίνοντας στη δεκαετία του 1970, η Ducati επιχειρεί έναν εμπλουτισμό της γκάμας με νέες, διαφορετικού είδους εκδόσεις. Παρουσιάζεται το Scrambler 125, με τις πωλήσεις του να είναι όμως απογοητευτικές και σύντομα να αποσύρεται από την παραγωγή. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι για πρώτη φορά τα Scrambler αποκτούν δεσμοδρομικό σύστημα στους κινητήρες τους αλλά αυτό, τουλάχιστον αρχικά, δεν αφορά τις συμβατικές εκδόσεις.

Τα Ducati Scrambler 350 & 450 Desmo R/T (εκ του Road / Trail) είναι «ψηλόφτερα» μοντέλα με διευρυμένες εκτός δρόμου δυνατότητες, τα οποία αποτελούν και πάλι μια παραγγελία των αδερφών Berliner προς την Ducati.

Είχε προηγηθεί η νίκη της Ducati στον rally αγώνα Baja 500 το 1969, με ένα αγωνιστικό Scrambler 350 Desmo, προετοιμάζοντας το έδαφος για κάτι πραγματικά offroad με τη σφραγίδα της Μπολόνια.

Ενώ όλα έδειχναν στρωμένα, τα Desmo R/T Scrambler δεν τα πάνε καθόλου καλά στην αγορά και οι λόγοι είναι δύο. Κατά πρώτον, τα δίχρονα offroad μοντέλα της εποχής κερδίζουν συνεχώς έδαφος, όντας ελαφριά και πολύ ισχυρά και κατά δεύτερον, τα «σκληροπυρηνικά» Scrambler αποδεικνύονται κατώτερα των προσδοκιών στα απαιτητικά και δύσκολα εκτός δρόμου τερέν των HΠΑ. Έτσι, έναν μόλις χρόνο μετά την παρουσίασή τους, η παραγωγή των R/T Scrambler διακόπτεται.

Πέραν όμως των R/T, έχει αρχίσει επίσης η «δύση» για την υπόλοιπη γκάμα των Scrambler, αλλά και όλης της γκάμας των μονοκύλινδρων για τη Ducati. Η Honda έχει ήδη παρουσιάσει το CB750 Four το 1969, αλλάζοντας τον μοτοσυκλετιστικό χάρτη για πάντα.

Οι επιδόσεις πλέον μπορούσαν να είναι προσιτές και το ενδιαφέρον του κόσμου στρέφεται στον δρόμο και στα superbike της εποχής εκείνης. H Ducati θα παρουσιάσει το 1972 το 750GT, την πρώτη μοτοσυκλέτα με τον πιο θρυλικό κινητήρα της ιστορίας της, L2 Desmo, και κάπως έτσι, το παιχνίδι του ανταγωνισμού θα μεταφερθεί σε άλλο επίπεδο.


Tα Scrambler συνεχίζουν να πωλούνται σε εκδόσεις 250, 350 και 450, χωρίς όμως η Ducati να επενδύει πλέον σε αυτά, εγκαταλείποντας την εξέλιξη και την ανανέωσή τους.

Δεν ήταν απλά το ότι οι πωλήσεις τους μειώνονταν, ήταν περισσότερο το ότι η παραγωγή των μονοκύλινδρων κινητήρων τους κόστιζε για την Ducati, περίπου το ίδιο με αυτή των μοντέλων με τους κινητήρες V-2.

Έτσι, το 1975 πέφτουν οι τίτλοι τέλους για τις εκδόσεις 250 και 350. Ο «τελευταίος των Μοϊκανών» για τα Scrambler της εποχής εκείνης, είναι το 450, το οποίο είχε αποκτήσει desmo βαλβίδες και στη βασική του έκδοση από το 1972. Θα συνεχίσει για μια ακόμη χρονιά και το 1976 θα σημάνει την λήξη της παραγωγής του, κλείνοντας αυτό το πρώτο κεφάλαιο των Scrambler για την Ducati.

Όσο και αν το τέλος των Scrambler φαντάζει άδοξο, η συμβολή τους ήταν πολύ σημαντική για την ανάπτυξη της Ducati, αφού η εμπορική τους επιτυχία κατά την δεκαετία του 1960, «άνοιξε τις πόρτες» για την ιταλική εταιρία σε μια δύσκολη αλλά και τεράστια σε δυναμική αγορά, όπως αυτή των ΗΠΑ.

Δεκαετίες αργότερα, τα Scrambler έχουν επανέλθει και παρά το ότι η Ducati βασίζεται πλέον σε L2 και V4 κινητήρες, έχοντας μάλιστα χτίσει ένα ακριβοθώρητο προφίλ συνδεδεμένο κυρίως με το lifestyle και τις χωμάτινες πίστες, η φιλοσοφία τους δεν παύει να είναι επίκαιρη και στο σήμερα: εμφάνιση ρετρό, διασκέδαση και γνήσια μοτοσυκλετιστική απόλαυση!

 

Σας άρεσε το άρθρο; Κοινοποιήστε!