Αναλύοντας – προς όλες τις κατευθύνσεις – τη μοτοσυκλέτα και τη μοτο-κουλτούρα
Μπορεί να υπάρχουν περιοδικά μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα εδώ και παραπάνω από τέσσερις δεκαετίες, αλλά στον χώρο του βιβλίου … τα πράγματα δεν πάνε καλά. Από πλευράς μοτο-βιβλιογραφίας, η ελληνική μοτοσυκλέτα χωλαίνει, καθώς ελάχιστες εκδόσεις έχουν υπάρξει εδώ και δεκαετίες, συνεπώς ό,τι βγαίνει στα βιβλιοπωλεία αποτελεί σπάνιο είδος και χρήζει προσοχής. Το “Εγχειρίδιο Μοτοσυκλέτας” του Ευστράτιου Τζαμπαλάτη έρχεται να κάνει την ελληνική μοτοσυκλέτα πιο πλούσια, αναλύοντας το ιδιαίτερο αυτό “σύγχρονο φαινόμενο” από διάφορες πλευρές και, εν τέλει, φιλοσοφικά και… ολιστικά.
Είναι αλήθεια ότι διαβάζοντας τον τίτλο “Εγχειρίδιο Μοτοσυκλέτας” στο βιβλίο του Στράτου Τζαμπαλάτη που μόλις κυκλοφόρησε, θεωρήσαμε ότι, όπως και σε παρόμοιες απόπειρες του παρελθόντος, επρόκειτο για μια έκδοση που επικεντρώνεται στην περιγραφή και ανάλυση των λειτουργιών της μοτοσυκλέτας: πώς δουλεύει το ‘να – πώς δουλεύει τ’ άλλο…
Πόσο έξω, όμως, μπορεί να πέσει κανείς! Εδώ συνέβη αυτό που λένε οι Αγγλομαθείς: “ποτέ μην κρίνεις ένα βιβλίο από το εξώφυλλό του”.
Η δύναμη του βιβλίου του Τζαμπαλάτη και ο διαφορετικός τρόπος ανάλυσης του φαινομένου της μοτοσυκλέτας και των μοτοσυκλετιστών/μοτοσυκλετιστριών ξεκινάει από την πρώτη κιόλας σελίδα και τελειώνει στην τελευταία.
Πέρα από κάποια διαλείμματα προσωπικών εμπειριών και θέσεων που συμβάλλουν με τον τρόπο τους στο σύνολο, το “Εγχειρίδιο Μοτοσυκλέτας” αποτελεί την πληρέστερη ανάλυση δυο μαγικών λέξεων: μοτοσυκλέτα και ελευθερία.
Οι άρρηκτοι δεσμοί μεταξύ τους τεκμηριώνονται από πλήθος στοιχείων, παραπομπών, μεγάλης και προσεκτικά επιλεγμένης βιβλιογραφίας και επιχειρημάτων.
Η μοτοσυκλέτα – και όλα τα μηχανοκίνητα δίτροχα από κοντά της – ένα μοναδικό προϊόν σε αυτό τον τρελό, ταχύτατα κινούμενο, καταναλωτικό κόσμο που ζούμε, ξεφεύγει από όλα τα υπόλοιπα αντίστοιχα παράγωγα της κοινωνίας μας και χαρίζει απλόχερα στον χρήστη της αυτό που οι σοφότεροι αποκαλούν “ζωμό ζωής”.
Σημαντικό επίσης είναι πως το βιβλίο του Ε. Τζαμπαλάτη μπορεί σε κάθε κεφάλαιο, ακόμα και σε κάθε σελίδα καμιά φορά, να προκαλέσει τον αναγνώστη, με αποτέλεσμα να γίνει το έναυσμα για έντονες, συζητήσεις, θέσεις και αντιθέσεις γύρω από τη ζωή και τη μοτοσυκλέτα.
Ας αφήσουμε, όμως, τη φωνή του ίδιου του συγγραφέα να μιλήσει για το βιβλίο του.
Αν υπολογίσουμε ότι οι πρώτες μοτοσυκλέτες στην Ελλάδα εμφανίζονται στην αρχή τού 20ού αιώνα και, παρότι κατά τις πρώτες πέντε δεκαετίες βρίσκονται στα χέρια λίγων αστών, στην ουσία το κεφάλαιο μοτοσυκλέτα στην Ελλάδα μετράει περισσότερο από έναν αιώνα. Αν δούμε μάλιστα το ζήτημα με πιο διεισδυτικούς κοινωνικοταξικούς όρους, υπάρχει μια πολύ ενδιαφέρουσα πορεία.
Από τα χέρια των αστών έρχεται στα χέρια τής εργατικής τάξης –και μάλιστα με πολύ συγκεκριμένους όρους [βλ. δημιουργία των “πισπιρίγκων”]– και, μετέπειτα, κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης και την προσπάθεια ισχυροποίησης τής μεσαίας τάξης, αρχίζει να διεισδύει σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και υποστρώματα.
Όλο αυτό το χρονικό διάστημα, αν χρησιμοποιήσουμε ως έναν τυπικό οδηγό την μέχρι τώρα εγχώρια βιβλιογραφία που αφορά αποκλειστικά τη μοτοσυκλέτα, βλέπουμε ότι δεν τέθηκε ποτέ υπό σοβαρή συζήτηση και ανάλυση αυτό που όλοι αναφέρουμε ως μοτοκουλτούρα.
Πώς ακριβώς ορίζεται ο μοτοσυκλετιστής/τρια; Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη κουλτούρα γύρω από τη μοτοσυκλέτα και εφόσον αυτό ισχύει ποια είναι τα στοιχεία που την συνθέτουν;
Αυτά του είδους τα απλά ερωτήματα, όπως και μερικά ακόμα με τα οποία θα καταπιαστούμε παρακάτω, φαίνεται πως δεν τέθηκαν ποτέ υπό εκτενή ανάλυση.
Μάλιστα θα μπορούσαμε να πούμε ότι περισσότερο η εικόνα τού μοτοσυκλετιστή/τριας και η μοτοκουλτούρα στον ελλαδικό γελοιοποιήθηκαν μέσα από την ταύτισή τους με έννοιες και στερεότυπα που είτε τις γελοιοποιούν είτε τις προσβάλλουν – βλ. όροι “καμικάζι” και “τσαντάκιας” και την επιρροή που άσκησαν οι ανάλογες ελληνικές ταινίες της δεκαετίας τού 1980 [“Τα τσακάλια” (1981), “Φυλακές ανηλίκων” (1982), “Όταν οι ρόδες χορεύουν” (1984), “Κλεφτρόνι και τζέντλεμαν” (1986) για να αναφέρουμε μερικές].
Αν και είναι κάπως αντιφατικό να μιλάμε για ζήτημα γελοιοποίησης, προσβολής ή παρερμηνειών από τη στιγμή που δεν υπάρχει ένας σαφής ορισμός τής μοτοκουλτούρας και του μοτοσυκλετιστή/τριας, αυτό που κάνει εντύπωση είναι ότι ο κόσμος των δύο τροχών διαθέτει ένα παγκόσμιο κοινό λεξιλόγιο.
Όπως αναφέρεται και στον τίτλο τού βιβλίου, οι έννοιες της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας και της ισότητας –ιδίως η πρώτη– αναφέρονται διαρκώς από πάρα πολλούς μοτοσυκλετιστές και μοτοσυκλετίστριες ανά τον κόσμο.
Για παραάδειγμα, διαβάζοντας κανείς το βιβλίο του Niels Aaboe «The Little Black Book of Motorcycle Wisdom» [2013] διαπιστώνει ότι οι περισσότεροι μοτοσυκλετιστές που ρωτήθηκαν για το τι είναι αυτό που νιώθουν όταν βρίσκονται πάνω στη μοτοσυκλέτα, οι περισσότεροι αναφέρονται στη γνωστή “αίσθηση ελευθέριας” που προσφέρει.
Μήπως τελικά αυτή η χιλιοειπωμένη αίσθηση ελευθερίας δεν οφείλεται απλώς στο ότι το σώμα είναι εκτεθειμένο στα καιρικά φαινόμενα και ο άνεμος γίνεται για τον αναβάτη και την αναβάτρια ένα δεύτερο αιθέριο σώμα, αλλά σε κάτι πολύ πιο βαθύ;
Από αυτές τις, ας τις πούμε βαθιές έννοιες, καταλαβαίνουμε ότι η μοτοσυκλέτα δεν είναι ένα μέσο “για να κάνεις τη δουλειά σου”, μια γρήγορη λύση για να μετακινείται κάποιος εύκολα μέσα στη πόλη.
Η μοτοσυκλετιστική κουλτούρα [μοτοκουλτούρα], όπως γίνεται προσπάθεια να οριστεί με συγκεκριμένους όρους στο παρόν βιβλίο, έχει πολύ μεγάλες ηθικές και φιλοσοφικές προεκτάσεις που φαίνεται πώς δεν τολμήσαμε ποτέ έως σήμερα να καταπιαστούμε μαζί τους με σοβαρότητα και πραγματικό ενδιαφέρον.
Η μοτοσυκλέτα δεν ήταν και δεν είναι μια αντίπαλος τού αυτοκινήτου γιατί το να είσαι αντίπαλος σημαίνει ότι υπάρχει ένας κοινός σκοπός, ένα κοινό πεδίο δράσης και η μοτοσυκλέτα ουδεμία σχέση έχει με τις λειτουργίες και τους σκοπούς τού αυτοκινήτου.
Η μοτοσυκλέτα δεν έχει το ρόλο τού να λύνει τα προβλήματα που το αυτοκίνητο δημιουργεί, ασχέτως αν στη πράξη πολλές φορές αυτό συμβαίνει.
Καθώς η λειτουργία και η χρήση τής μοτοσυκλέτας έχει ζωτικής σημασίας κοινωνικές προεκτάσεις, είναι αυτονόητο ότι ένα βιβλίο που γράφεται γι’ αυτήν δεν αφορά αποκλειστικά και μόνο τούς μοτοσυκλετιστές ή όσους έχουν μοτοσυκλέτα ή όσους θέλουν να αγοράσουν μοτοσυκλέτα.
Απευθύνεται στο κάθε άτομο που διατηρεί τις υποτυπώδεις ανθρώπινες ευαισθησίες, την υποτυπώδη φυσική ενσυναίσθηση, αγαπά και σέβεται τόσο τους ανθρώπους όσο και τη Φύση.
Χρησιμοποιώντας πιο κοινωνιολογικούς όρους, κάθε αστυπολίτης, όπως πολύ σωστά μίλησε γι’ αυτόν τον όρο ο Μαξ Βέμπερ, δηλαδή κάθε άνθρωπος που ζει στο άστυ [πόλη], θα πρέπει να διαθέτει τα κατάλληλα ερμηνευτικά εργαλεία για να αντιλαμβάνεται πώς ακριβώς λειτουργεί η χρήση των μηχανοκίνητων μέσων σ’ ένα κόσμο που έχουν καταλήξει να είναι –κατά βάση το αυτοκίνητο και όχι η μοτοσυκλέτα–, το ιερό δισκοπότηρο του καπιταλισμού. Άλλωστε ανθρωπολόγοι και κοινωνιολόγοι όπως ο Τιμ Χολ πολύ σωστά μίλησαν για φτωχούς και πλούσιους από άποψη μετακίνησης:
“Παράλληλα με τα προφανή περιβαλλοντικά προβλήματα και τα προβλήματα υγείας, οι εξαρτώμενες από το αυτοκίνητο πόλεις ανοίγουν νέες διαστάσεις κοινωνικής ανισότητας, οι οποίες βασίζονται στη δυνατότητα μετακίνησης. Οι δυνατότητες της απόκτησης αυτοκινήτου είναι κοινωνικά άνισες. Την ίδια στιγμή, η χειροτέρευση της δημόσιας συγκοινωνίας, ιδιαίτερα όταν είναι επακόλουθο ιδιωτικοποιήσεων ή της απελευθέρωσης της αγοράς, έχει σοβαρές επιπτώσεις στις μη προνομιούχες ομάδες του αστικού πληθυσμού”.
“Όταν είσαι μέσα στο αυτοκίνητο είναι σαν να είσαι μέσα σ’ ένα διαμέρισμα, και επειδή είσαι συνηθισμένος σε αυτή την κατάσταση, δεν συνειδητοποιείς ότι μέσα από το παράθυρο του αυτοκινήτου όλα όσα βλέπεις μοιάζουν σαν να βλέπεις λίγη περισσότερη τηλεόραση. Είσαι ένας παθητικός παρατηρητής όπου όλα κινούνται μέσα σ’ ένα βαρετό πλαίσιο. Σ’ έναν κύκλο το πλαίσιο αυτό εξαφανίζεται καθώς βρίσκεσαι σε πλήρη επαφή με τα πάντα. Είσαι μέσα στη σκηνή, δεν την παρακολουθείς πια, και η αίσθηση της παρουσίας [του ότι βρίσκεσαι εκεί] είναι ακατανίκητη.” Ανώνυμος μοτοσυκλετιστής
To βιβλίο “Εγχειρίδιο Μοτοσυκλέτας” του Ευστράτιου Τζαμπαλάτη (ISBN 978-618-5744-22-9) με 216 σελίδες και 40 φωτογραφίες, κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία από τις Εκδόσεις Νησίδες (Δεσπεραί 3, 546 21, Θεσσαλονίκη,
τηλ: 2310 236575) και η τιμή του είναι 14.50 ευρώ.
Περισσότερες πληροφορίες: nissides.gr