Ιταλίδα κούκλα με κλασικές καμπύλες
*Κυβισμός: 803 cc * Ιπποδύναμη: 73 ίπποι στις 8.250 rpm * Τελική: 194 km/h *Βάρος: 170 kg (κενή) * Τιμή: 11.200 ευρώ
Βαμμένη σε έντονο κίτρινο χρώμα που συνοδεύεται από άφθονο μαύρο και με ρίζες στην αμερικάνικη σκηνή των scrambler των Sixties, η Ducati Scrambler Full Throttle 800 προσθέτει λίγο παραπάνω χωμάτινο χαρακτήρα σε μια κλασική μοτοσυκλέτα. Με την αίγλη των υπερατλαντικών αγώνων Flat Track.
“Tέρμα Γκάζι” είναι το επώνυμό ετούτης της Ducati, και η αναφορά σχετίζεται περισσότερο με χωμάτινους αγώνες, τους εξωτικούς για εμάς αμερικάνικους Flat Track. Γιατί κάτω από τα αγωνιστικά ρούχα και τα number plate κρύβεται μια απλή, ήπιας απόδοσης κλασική μοτοσυκλέτα.
Θα μπορούσε εύκολα να πρωταγωνιστήσει σε ταινία του ’60, κι ας είναι μια σύγχρονη κατασκευή. Μια σύγχρονη κλασική μοτοσυκλέτα για να μην παρεξηγηθούμε. Είναι αερόψυκτη, με δυο βαλβίδες στον κύλινδρο, “χαμηλής ιπποδύναμης” και… κούκλα. Ιταλίδα κούκλα με κλασικές καμπύλες.
Η Ducati Scrambler Full Throttle 800, αντιγράφει τις γραμμές των αντίστοιχων Ducati πριν από 50-60 χρόνια, με χρώματα που παραπέμπουν κατευθείαν στην Αμερική, στους αγώνες Flat Track και τον King Kenny Roberts. Γιατί όποιος έβλεπε την κατακίτρινη Full Throttle και ήξερε λίγη μοτοσυκλετιστική ιστορία, με αυτό το όνομα την υποδεχόταν.
Αμερική τότε, Αμερική και τώρα
Στην πραγματικότητα, η ιδέα για τη δημιουργία της Scrambler Full Throttle ανήκει σε έναν Αμερικανό customiser – βελτιωτή μοτοσυκλετών και αγωνιζόμενο στους αγώνες Flat Track στην Καλιφόρνια, τον Frankie Garcia, ο οποίος, βλέποντας το πρώτο Scrambler παραγωγής, το θεώρησε μια σωστή βάση για μια αγωνιστική μοτοσυκλέτα flat track.
Η δυναμική της Ducati – αφού έχει μπολιαστεί με το αγωνιστικό DNA της σπέσιαλ δημιουργίας του Garcia – είναι ολοφάνερη: η μοτοσυκλέτα μοιάζει έτοιμη να μπει σε οβάλ χωμάτινες πίστες και να δουλέψει ανάποδο τιμόνι με όρεξη. Λεπτή, λιτή, χαμηλή με βολική σέλα, πλατύ τιμόνι και λάστιχα διπλής χρήσης.
Παράλληλα, η 800 είναι εύκολη και φιλική στη χρήση, όπως όλα τα Scrambler της Ducati. Κι εδώ που τα λέμε – για να μην ξεχνιόμαστε – είναι προς τιμήν της ιταλικής εταιρίας που δημιούργησε ένα ξεχωριστό νέο brand, κατοχυρώνοντας το όνομα-copyright “Scrambler” σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η 800 είναι κίτρινη από πάνω με το μαύρο να απλώνεται στα κατώτερά της μέρη. Με μαύρο πλαίσιο που ενσωματώνεται στο μαύρο του κινητήρα κι ένα ψυγείο λαδιού που είναι τόσο μεγάλο που μοιάζει με ψυγείο νερού, άρα παραπέμπει στα δίχρονα flat track ΤΖ 500 του ’70.
Διαθέτει “κομμένη ουρά”, χοντρό πίσω τροχό (που χοντραίνει ακόμα περισσότερο λόγω της μαύρης ζάντας) σέλα με “καμπούρα” που θυμίζει μονόσελο. Επιπρόσθετα υπάρχει και πλαστικό σκληρό κάλυμμα σε κίτρινο σώμα, για το πίσω τμήμα της σέλας, ώστε να γίνει πραγματικό μονόσελο. Συνεπιβάτης, ποιος συνεπιβάτης η 800 μάλλον τον περιφρονεί.
Τότε ήταν μονοκύλινδρες
Oι πρώτες Ducati Scrambler γεννήθηκαν τη δεκαετία του ‘60 και πιο συγκεκριμένα το 1962, κατόπιν ρητής αίτησης του εισαγωγέα Ducati για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι πρώτες scrambler της ιταλικής φίρμας, που δεν ήταν και τόσο γνωστή στην Αμερική, κατασκευάστηκαν αρχικά με κινητήρες 250 και 350 cc και αργότερα, το 1969, ήρθε η σειρά των 450 κυβικών.
Πάντα με μονοκύλινδρους κινητήρες τα Scrambler της Ducati απευθύνονταν περισσότερο στην αμερικάνικη αγορά, όπου εκείνη την εποχή ανθούσε η σκηνή της οδήγησης και αγώνων εκτός δρόμου.
Πολλές χιλιάδες Αμερικάνων έκαναν τα πρώτα τους βήματα στο χώμα, “όπως-όπως” πολλές φορές: παίρνοντας μια μοτοσυκλέτα δρόμου, βγάζοντας τα “στρητάδικα” εξαρτήματα και βάζοντας πάνω της διάφορα εξτρά αξεσουάρ για χρήση off-road.
Η πρόσφατη αναγέννηση της σειράς των Scrambler για την Ducati ξεκίνησε στην πράξη στα τέλη του 2014, παρουσιάζοντάς τες σαν μοτοσυκλέτες ρετρό με βαρύ όνομα, που ήταν ταυτόχρονα κατάλληλες για αρχαρίους και κοπέλες, με τους κινητήρες και τα πλαίσια να κατασκευάζονται στο εργοστάσιο του Borgo Panigale στην Ιταλία και μετά να εξάγονται στην Ταϊλάνδη – όπου η Ducati έχει εργοστάσιο – για συναρμολόγηση.
Έκτοτε έχουν πουληθεί παγκοσμίως πάνω από 60.000 μοτοσυκλέτες με την εταιρία να επενδύει παράλληλα σε ένα after market ρετρο-μοντέρνο lifestyle γύρω από τα Scrambler.
Από τότε μέχρι σήμερα έχει δημιουργηθεί μια ξεχωριστή γκάμα μοτοσυκλετών υπό το όνομα “Scrambler” – και ένα νέο brand name – η οποία γκάμα περιλαμβάνει αυτή τη στιγμή έξι μοντέλα σε ένα εύρος τριών κυβισμών (400, 800, 1100)
H γκάμα των Ducati Scrambler έχει διαμορφωθεί ως εξής:
Είναι πρώτα-πρώτα το “μικρό” Sixty2 (’62 – από το έτος εμφάνισης της πρώτης Scrambler) με κινητήρα 400 κυβικών και τιμή 8.000 ευρώ.
Τέσσερα είναι τα μεσαίου κυβισμού Scrambler με τον κινητήρα των 803 cc: το βασικό Icon με τιμή κάτω από τις 10 χιλιάδες (9.750-9.900 ευρώ), το Cafe Racer, που είναι το πιο στρητάδικο της οικογένειας (διαβάστε εδώ τη δοκιμή του) με τιμή 12.500 ευρώ, το “χωματερό” Desert Sled με μεγαλύτερες διαδρομές αναρτήσεων και πιο χωμάτινο προφίλ (τιμή 12.500 ευρώ) και τέλος το Full Throttle της δοκιμής μας, που η τιμή του είναι 11.600 ευρώ.
Επίσης υπάρχουν τρεις εκδόσεις ακόμα, των “μεγάλων” Scrambler 1100 με κινητήρα 1.079 cc και τιμές από 14.300 μέχρι 16.500 ευρώ.
Απλά, αγνά συστατικά
Τα σημερινά Scrambler είναι μεγαλύτερα σε κυβισμό και έχουν έναν περισσότερο κύλινδρο, από αυτά του παρελθόντος. Δυο κυλίνδρους έχουν πλέον αντί του ενός και μάλιστα στην κλασική διάταξη V των Ducati. Παρόλο που ανήκουν στην κατηγορία των κλασικών, διαθέτουν τελευταία τεχνολογία, με Cornering ABS, φώτα LED, ηλεκτρονικό ψεκασμό, ψηφιακά όργανα, μπορούν να δεχθούν την πλατφόρμα multimedia της Ducati, ενώ παράλληλα τιμούν την “επανάσταση” που ξεκίνησε γύρω από τα Scrambler πριν από 60 χρόνια χρησιμοποιώντας τις αυθεντικές γραμμές του τότε.
Γεμάτη γοητευτικές λεπτομέρειες είναι και η Ducati Scrambler Full Throttle, κερδίζοντας αμέσως όποιον τη βλέπει, χάρη την κομψότητά της που βρίσκεται παρούσα παντού: , από τα λογότυπα του ντεπόζιτου, το μίνιμαλ (πιο μικρό δεν γίνεται!) μπροστινό φτερό, τις όμορφες μαύρες ζάντες, την κοντή ουρά, το ψηλό – σωστού ύψους – τιμόνι μεταβλητής διατομής.
Μια ιδιαιτερότητα που νομίζεις ότι ξεφεύγει από το ’70 είναι η διάμετρος της μπροστινής ζάντας στα 3,00″ και τις 18 ίντσες, με την πίσω να είναι φαρδιά και μικρότερη στα 5,50”x17. Ένα ζευγάρι καλά λάστιχα της Pirelli “κρατούν από κοντά” το δρόμο.
Ο κινητήρας είναι συνολικά εμβληματικός για Ducati. Είναι με δεσμοδρομικό σύστημα κίνησης βαλβίδων και προέρχεται από το Ducati Monster 796, με διάταξη V-90 ° (διάμετρο 88 mm και διαδρομή 66 mm).
Ο κινητήρας Desmodue του Scrambler διαθέτει ηλεκτρονικό ψεκασμό με ένα μόνο σώμα διαμέτρου 50 mm με δύο μπεκ κάτω από την πεταλούδα. Τα έμβολα και ο στροφαλοφόρος άξονας είναι τα ίδια με αυτά των κινητήρων των παλαιότερων Monster 796 και Hypermotard 796, ενώ οι εκκεντροφόροι έχουν σχεδιαστεί ώστε να προσφέρουν γραμμική απόδοση.
Η εξάτμιση 2 σε 1 είναι εξοπλισμένη με “μόνωση” για την προστασία των ποδιών αναβάτη και συνεπιβάτη από τη θερμοκρασία. Το κιβώτιο ταχυτήτων είναι έξι σχέσεων, ενώ ο συμπλέκτης είναι APTC υγρός πολύδισκος, που ενεργοποιείται από συρματόσκοινο.
Η μέγιστη ισχύς φτάνει τους 73 ίππους στις 8.250 rpm και η ροπή είναι 67 Nm στις 5.750 rpm. Τα διαστήματα συντήρησης είναι κάθε 12.000 χιλιόμετρα.
Το χαλύβδινο σωληνωτό πλαίσιο είναι τύπου χωροδικτύωμα, όπως παραδοσιακά κάνει η Ducati στις μοτοσυκλέτες της. Το πιρούνι είναι ανάποδο Kayaba με καλάμια 41 χιλιοστών, διαδρομής 150 mm. Ίδια διαδρομή έχει και η οπίσθια ανάρτηση που είναι της ίδιας – ιαπωνικής – εταιρίας, με το ένα αμορτισέρ να είναι μονόπλευρα (αριστερά στο ψαλίδι) τοποθετημένο και να ρυθμίζεται ως προς την προφόρτιση του ελατηρίου.
Το μεταξόνιο είναι στα 1.445 mm και τα ελαστικά είναι τα Pirelli MT 60 RS (ειδικά σχεδιασμένα για το Scrambler) με διαστάσεις 110/80 R18 και 180/55 R17.
Το σύστημα πέδησης έχει έναν δίσκο μπροστά 330 mm (ε, όπως το Panigale) και έναν πίσω δίσκο 245 mm, ενώ αμφότερα είναι εξοπλισμένα με ABS, το οποίο μπορεί να απενεργοποιηθεί στην οδήγηση off-road. Η αρκετά μεγάλη σέλα απέχει 790 mm από το έδαφος και μπορεί να χαμηλώσει στα 770 mm με ένα σύστημα που είναι διαθέσιμο ως αξεσουάρ.
Στο Δρόμο
Ο ήχος του κινητήρα είναι απολαυστικός – αν και κάπως χαμηλός – και αποτελεί μουσική για τα αυτιά των Ducatisti. Η θέση οδήγησης είναι ελαφρώς σκυφτή, με τα πόδια σε σωστή θέση και λίγο βάρος να πέφτει στους καρπούς. Η εργονομία, η θέση οδήγησης, το “τρίγωνο” που λέμε μεταξύ σέλας, τιμονιού και μαρσπιέ είναι άνετο και μελετημένο ώστε να δίνει καλό έλεγχο στην οδήγηση.
Οι καμπύλες του καλαίσθητου ρεζερβουάρ σε εμποδίζουν ελαφρά στο να σφίξεις τα πόδια σου πάνω του, λόγω του ότι είναι κοίλο στα πλάγια. Το εξαιρετικής ποιότητας και κατασκευής (όπως και όλη η υπόλοιπη μοτοσυκλέτα) μεταλλικό ρεζερβουάρ έχει χωρητικότητα 13,5 λίτρων και δεν διαθέτει εσοχές για τα γόνατα, όπως κάνουν πολλές κλασικές μοτοσυκλέτες.
Η θέση οδήγησης και το ελαφρύ σύνολο, έτσι όπως το αντιλαμβάνεσαι κάτω από τα πόδια, σου ανακοινώνει ότι πρόκειται για μια εύκολη μοτοσυκλέτα που σε καλωσορίζει άμεσα.
Το πλήρες βάρος των 189 kg σε συνδυασμό με το καλό πλαίσιο και το μεγάλο τιμόνι προσφέρουν άριστο χειρισμό του συνόλου που δίνει ακρίβεια στις τροχιές που επιλέγεις.
Το ίδιο ισχύει και στις στροφές, το κράτημα είναι ουδέτερο και στην ελληνική άσφαλτο τα Pirelli MT 60 RS αποδεικνύονται καλά, ενώ δεν ξεχνάμε ότι πρόκειται για λάστιχα διπλής χρήσης.
Με τα πρώτα μέτρα που διανύεις πάνω στην 800 παρατηρείς ότι πρόκειται για έναν από τους καλύτερους κινητήρες της Ducati στον τρόπο που λειτουργεί στις χαμηλές στροφές. Η παροχή δύναμης στο δρόμο είναι πιο έντονη στις μεσαίες στροφές και μέχρι τις 6 -7.000 rpm, ενώ μετά από αυτές η ροπή – και η ώθηση αυτής – μειώνεται.
Ο κινητήρας 803 κυβικών εκατοστών, με γραμμική απόδοση και δύο βαλβίδες στον κύλινδρο, είναι ίσως ο “γλυκός” από οποιοδήποτε άλλο Ducati: ομαλός από τις χαμηλότερες στροφές, δεν θα σπάσει το δυναμόμετρο με τους 73 ίππους και τα 67 Nm, αλλά είναι πολύ εύχρηστος και αποδοτικός.
Μερικοί κραδασμοί γίνονται αισθητοί στη σέλα, αλλά σε συγκεκριμένο εύρος στροφών. Η καθημερινότητα γίνεται πολύ πιο εύκολη από τον μαλακό και προβλέψιμο υδραυλικό συμπλέκτη (αν και ελαφρώς αργός) και το επίσης μαλακό σασμάν, κι έτσι δημιουργείται ένα ισορροπημένο, εναρμονισμένο πακέτο.
Με 61 περίπου ίππους να φτάνουν τελικά στον τροχό, η Ducati Scrambler Full Throttle 800 θα πετύχει στην επιτάχυνση 0-400 μέτρων 12,3 δευτέρα, ενώ η πραγματική τελική καταγράφηκε στα 194 km/h – καθόλου άσχημα για μια κλασική μοτοσυκλέτα.
Με γεμάτη πέμπτη ταχύτητα στο σασμάν ο αναβάτης θα δει 190 km/h στο κοντέρ, ενώ η κατανάλωση θα κυμανθεί ανάμεσα σε 4,9 – 5,2 lt/100 km. Στη χειρότερη, η 800 έχει αυτονομία 250 χιλιομέτρων.
Κινούμενοι στην πόλη τώρα, αν η κίνηση είναι αραιή η 800 σε βάζει σε ένα μοναδικό mood (ή mode αν προτιμάτε) που μόνο οι ροπάτες δικύλινδρες μοτοσυκλέτες μπορούν να πετύχουν.
Το θετικό είναι ότι έχεις να κάνεις με μια πολύ καλή απόκριση γκαζιού και “μεστή” απόδοση στις μεσαίες στροφές που σε εισάγουν μεμιάς σε μια διαδικασία “μοτοσυκλετιστικής νιρβάνας” αλα Ducati. Η ψυχική ανάταση των γεμάτων μεσαίων στροφών, σε συνδυασμό με αυτό τον μοναδικό “ντουκατίσιο” ήχο σε κάνουν να θες να οδηγάς το Scrambler σε κάθε δυνατή ευκαιρία.
Ενδιαφέρον έχει ότι υπάρχει μπόλικο φρένο από πλευράς κινητήρα στο κλείσιμο του γκαζιού κι έτσι δεν χρειάζεται να πατάς πολλά-πολλά φρένα. Αν μάθεις το κόλπο με το άνοιγμα-κλείσιμο του γκαζιού, μπορείς να ελίσσεσαι περίφημα ανάμεσα σε αυτοκίνητα λές και συμμετέχεις σε μια καλοστημένη χορογραφία.
Αν όμως η κίνηση της πόλης είναι επιβαρυμένη… τα πράγματα αλλάζουν. Το μικρό κόψιμο και το πλάτος του τιμονιού εμποδίζει το πέρασμά σου ανάμεσα στα αυτοκίνητα – ειδικά στους αργούς ελιγμούς – παρότι η μοτοσυκλέτα είναι ελαφριά και ευέλικτη. Ενοχλητική είναι επίσης η ζέστη του πίσω κυλίνδρου που φτάνει μέχρι τα πόδια σου και σε βασανίζει τους καλοκαιρινούς μήνες. Το χειμώνα – ως γνωστόν – συμβαίνει το αντίθετο…
Εκτός πόλης, ελαφρώς εκτός…
Έξω από την πόλη το Scrambler θα παραμείνει ιδανικό, όταν η διαδρομή περιέχει στροφές ή στο ταξίδι εφόσον ο αναβάτης του δεν το πιέζει πάνω από τα 120-130 km/h. Η όρθια θέση οδήγησης και η έλλειψη αεροδυναμικής προστασίας θα τον ζορίσουν, κυρίως στην περιοχή του λαιμού.
Η Scrambler Full Throttle, όπως υπαινίσσεται και η εμφάνιση και το όνομά της, “περπατάει” και στο χώμα, δεν τα πηγαίνει άσχημα, όσο της επιτρέπουν τα ψιλο-τρακτερωτά λάστιχα και οι διαδρομές των αναρτήσεών της. Στα χέρια ενός έμπειρου αναβάτη και γνώστη του συγκεκριμένου σπορ των πλαγιολισθήσεων (βλ. Flat Track) η 800 θα γίνει παιχνίδι που πηγαίνει για πολλά μέτρα πλαγίως. Εμεις δεν το τολμήσαμε για να πούμε την αλήθεια, αφού… η υψηλή τιμή αγοράς της δεν μας επέτρεπε πειραματισμούς.
Οι αναρτήσεις κατατάσσονται στη σχολή των μαλακών, – μπράβο γιατί πολλοί νομίζουν ότι οι σκληρές αναρτήσεις σε κάνουν σωστό αναβάτη – έτσι ώστε να προσφέρουν πλουσιοπάροχα αυτό το πολύ σημαντικό πράγμα που λέγεται άνεση.
Μόνο το πιρούνι και μόνο στο χώμα θα εμφανίζει κάπως απότομη επαναφορά, ενώ σε κανονικές συνθήκες οι αναρτήσεις προσφέρουν και προοδευτικότητα στη λειτουργία τους. Ανακουφιστικό…
Περνώντας τώρα στην επιβράδυνση, παρατηρούμε ότι στην αρχή του πατήματος της μανέτας του μπροστινού φρένου εισπράττεις μια ελαφρώς σπογγώδη αίσθηση, η οποία ωστόσο αμέσως μετά ξεχνιέται, αφού το μεγάλο δισκόφρενο και η 4πίστονη ακτινική δαγκάνα έχουν περίσσια δύναμη, χαρίζοντας τρομερό φρενάρισμα.
Με δύναμη και αίσθηση εμφανίζεται και το πίσω φρένο, κάτι που είναι χρήσιμο στις χαμηλές ταχύτητες και στη χρήση πόλης, ενώ το ABS παρουσιάζεται επικουρικά την κατάλληλη στιγμή.
Στις μετρήσεις φρεναρίσματος η 800 πέτυχε σε ακινητοποίηση από τα 50 km/h απόσταση 13,4 μέτρων, κι από ταχύτητα 90 km/h πέτυχε 32,2 μέτρα.
Τελικά
Η Ducati Scrambler Full Throttle είναι μια μοτοσυκλέτα που θα ζηλέψουν οι hipster, οι αυθεντικοί και οι δήθεν. Κι αν κάποιοι από τους τελευταίους την αποκτήσουν, αυτό που θα συμβεί είναι ότι θα καταφέρει να τους μεταλλάξει – αφού είναι μια μοτοσυκλέτα ουσίας και όχι φιγούρας – σε πραγματικούς μοτοσυκλετιστές.
Είναι ένα μοντέλο που διδάσκει μοτοσυκλετιστική κουλτούρα, έχει παρόν και έχει και παρελθόν και σου φωνάζει κατάμουτρα ότι δεν πρόκειται για μια απλή κίνηση του τμήματος marketing της εταιρίας. Είναι μια ουσιαστική μοτοσυκλέτα που έχει σαν αντίπαλους στην αγορά τις Triumph και Moto Guzzi από την Ευρώπη και τις Harley Davidson από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Κι η 800 καταφέρνει να τα καλύψει ταυτόχρονα και με τις δυο σχολές, φορώντας πάνω της και την ευρωπαϊκή αύρα της μοτοσυκλέτας και τον αμερικάνικο αέρα του παρελθόντος της.
Λεπτομέρειες, Παρατηρήσεις
- Λόγω σχήματος και επιφάνειας τα μαρσπιέ γλυστρούν
- Το ντεπόζιτο προς τιμήν της εταιρίας είναι κατασκευασμένο από μέταλλο. Υπέροχο…
- Ο ψηφιακός πίνακας οργάνων έχει λεπτές (εντάξει, και κομψές) ενδείξεις και είναι έτοιμος να δεχθεί το σύστημα πολυμέσων Ducati με διαχείριση κλήσεων, μηνυμάτων και αναπαραγωγής μουσικής μέσω smartphone και ενδοεπικοινωνίας Bluetooth.
- Η σέλα είναι φαρδιά και αρκετά μαλακή, αλλά το μήκος της περιορισμένο.
- Κάτω από τη σέλα υπάρχει λίγος χώρος και μια βολική υποδοχή USB.
- Το τιμόνι μας φέρνει πίσω στη δεκαετία του ’80. Είναι ψηλό και πλατύ.
- Το φως του προβολέα είναι ισχυρό και “ζεστό”, γιατί προέρχεται από λάμπα πυρακτώσεως και όχι από LED
- Προσοχή έχει δοθεί στις λεπτομέρειες. Δείτε το πεντάλ του πίσω φρένου για να καταλάβετε
- Oι καθρέφτες είναι κομμένοι στα άκρα τους και ενοχλητικοί, αφού κόβουν το οπτικό σου πεδίο
- Ο ενοχλητικός μεγάλος διακόπτης της μεγάλης σκάλας του προβολέα, συνεχίζει να είναι μεγάλος και… ενοχλητικός
YΠΕΡ
- Ευκολία χρήσης, Ευελιξία
- Ροπή – Απόκριση στο γκάζι
- Κιβώτιο ταχυτήτων
- Εμφάνιση, Ποιότητα κατασκευής
ΚΑΤΑ
- Κίνηση στην πόλη
- Φιλοξενία συνεπιβάτη
- Ζέστη από τον κινητήρα