Λίγο από ‘δω, λίγο από ‘κει – ιδού η οικονομία
Δεν είναι ένα, ούτε δύο, αλλά πολλά τα κόλπα και τα tips που μπορούν να κάνουν τη ζωή μας και τη χρήση μιας μοτοσυκλέτας οικονομικότερη. Δεδομένου ότι η περίοδος που διανύουμε δεν είναι και η καλύτερη, αυτό άρθρο θα βοηθήσει άμεσα πολλούς συνάδελφους αναβάτες στην καθημερινότητά τους, αλλά και μακροπρόθεσμα.
Ο πρώτος κανόνας της οικονομίας όσον αφορά τους δυο τροχούς λέει πως αν τα χρήματα που διαθέτουμε δεν αρκούν για μια καινούργια μοτοσυκλέτα, τότε υποχρεωτικά θα κινηθούμε στον χώρο των μεταχειρισμένων. Δυο είναι οι δρόμοι: οι ιδιωτικές αγγελίες και τα καταστήματα μοτοσυκλετών.
Αν δεν μας φτάνουν τα χρήματά μας για το 650άρι που θα επιθυμούσαμε ιδανικά να αγοράσουμε, τότε… προτιμάμε ένα 500 ή, στη χειρότερη των περιπτώσεων, κάνουμε υπομονή μέχρι τη στιγμή που θα συγκεντρώσουμε το ποσό για μια μοτοσυκλέτα μεγαλύτερου κυβισμού.
Όσο κι αν θα θέλαμε κάτι ισχυρότερο, ένα 500άρι είναι “ό,τι πρέπει” για χρήση μέσα στην πόλη, αλλά και για διαδρομές εκτός αυτής και για ταξίδια… αρκεί να μην έχουμε την απαίτηση να ταξιδεύουμε με δεύτερο άτομο στη σέλα, φορτωμένοι και με 170 km/h (παραδείγματος χάρη), γιατί αυτό δεν μπορεί να συμβεί εύκολα.
Ακολουθεί λίστα με “Τα 4 Αν” της οικονομίας πάνω σε δύο τροχούς
Αν μπορούμε, ανταλλάσουμε απευθείας την παλιά μας μοτοσυκλέτα με μια καινούργια, αρκεί ο έμπορος που δέχεται την ανταλλαγή να μας προσφέρει μια καλή τιμή. Αν η τιμή που προτείνει δεν μας συμφέρει, τότε πουλάμε τη μοτοσυκλέτα μας μόνοι μας σε κάποιον άλλον ιδιώτη.
Αν έχουμε τη δυνατότητα να αγοράσουμε καινούργια μοτοσυκλέτα και έχουμε συγκεντρώσει τα χρήματα, προτιμούμε να πληρώσουμε μετρητά, έτσι ώστε να πετύχουμε καλύτερη συμφωνία (είτε έκπτωση, είτε δώρα) κατά την αγορά της.
Αν θέλουμε να είμαστε βέβαιοι πως κάνουμε οικονομία και μετά από την αγορά μας, όσον αφορά το κόστος χρήσης και τα κόστη συντήρησης και ανταλλακτικών, τότε φτιάχνουμε μια λίστα με βασικά ανταλλακτικά, που έχουν τη μεγαλύτερη φθορά και αλλάζονται συχνά (δισκόπλακες, μανέτες, αλυσιδογράναζα, φίλτρο αέρα/λαδιού, τακάκια, κ.λπ.) και μαθαίνουμε τις τιμές των συγκεκριμένων ανά εταιρία, έτσι ώστε να γνωρίζουμε “πόσο θα μας κοστίζει” η μοτοσυκλέτα μας και μετά την αγορά.
Αν έχουμε τη δυνατότητα πάντα, επιλέγουμε το βενζινάδικο (ή τα βενζινάδικα) όπου βάζουμε βενζίνη και σε γενικές γραμμές ξέρουμε ότι είναι αξιόπιστα και οικονομικά. Αυτό σημαίνει πως δεν μας κλέβουν στην ποσότητα, αλλά και την ποιότητα του καυσίμου. Αν βρούμε τα βενζινάδικα αυτά, γινόμαστε σταθεροί πελάτες και δεν βάζουμε βενζίνη “όπου να’ ναι”.
Όταν κινούμαστε “κανονικά” και δεν βιαζόμαστε, τότε οδηγούμε ακολουθώντας κάποιες τεχνικές:
Οι απότομες εκκινήσεις στα φανάρια κάνουν τις εταιρίες που πουλάνε καύσιμα πλούσιες, κι εμάς ακριβώς το αντίθετο. Αφήνουμε την επιθετικότητα και την ανταγωνιστικότητά μας στο σπίτι και χρησιμοποιούμε τόσο γκάζι όσο πρέπει.
Στις εκκινήσεις δεν ανοίγουμε τέρμα το γκάζι. Μπορούμε να ξεκινήσουμε με τη μισή διαδρομή του, αυξομειώνοντας ελαφρά την ταχύτητά μας, διατηρώντας έναν σταθερό ρυθμό και ταχύτητα.
Όταν το φανάρι που πλησιάζουμε είναι κόκκινο, δεν περιμένουμε να κλείσουμε γκάζι λίγα μέτρα πριν την ακινητοποίησή μας, αλλά το κλείνουμε πολύ νωρίτερα και ρολάρουμε (τσουλάμε) προς αυτό για να φρενάρουμε προοδευτικά και ήρεμα.
Τα απότομα φρεναρίσματα της τελευταίας στιγμής επιβαρύνουν και τα τακάκια, αλλά και τα δισκόφρενά μας, όπως φυσικά και τα λάστιχα της μοτοσυκλέτας μας μακροπρόθεσμα.
Ακόμα κι αν κινούμαστε με σταθερή ταχύτητα (π.χ. 60-70 km/h), το γκάζι δεν το κρατάμε διαρκώς σταθερό. Κάνουμε μικρά κλεισίματα κι ανοίγματα ώστε να αυξομειώνεται – έστω και ελαφρά – η θερμοκρασία του κινητήρα καθώς κινούμαστε.
Όπου υπάρχει κατηφόρα, έστω και μικρή, μειώνουμε το άνοιγμα του γκαζιού και “ξεκουράζουμε” τον κινητήρα και τη μετάδοσή μας.
Απότομα ξεκινήματα-φρεναρίσματα, εκτός από το ότι δεν είναι ό,τι καλύτερο για την ασφάλειά μας… και την ασφάλεια των άλλων γύρω μας, είναι επίσης άχρηστα μέσα στην πόλη και δεν μας εγγυώνται ότι θα φτάσουμε νωρίτερα στη δουλειά μας. Τα φανάρια των δρόμων είναι ρυθμισμένα να ανάβουν και να σβήνουν με έναν συγκεκριμένο ρυθμό και θεωρούν ότι τα οχήματα κινούνται σε νόμιμες ταχύτητες πόλης.
Αν δεν μπορούμε να βρούμε τον συγχρονισμό των φαναριών στη διαδρομή μας ώστε να κινούμαστε “σερί, χωρίς σταματήματα” και κόκκινα φανάρια, τότε θα τρώμε χρόνο σε άχρηστες ακινητοποιήσεις με τον κινητήρα να δουλεύει ρελαντί.
Αν ξέρουμε ότι ένα κόκκινο φανάρι που περνάμε κάθε μέρα διαρκεί περισσότερο από τριάντα δευτερόλεπτα (το μετράμε από μέσα μας…) τότε σβήνουμε τον κινητήρα μας. Έτσι, και αυτός “ξεκουράζεται” και εμείς δεν μολύνουμε την ατμόσφαιρα χωρίς λόγο ή προσθέτουμε στην ηχορρύπανση.
Ποτέ δεν πατάμε φρένα καθώς έχουμε ανοικτό το γκάζι. Όσο περίεργο κι αν ακούγεται, είναι αρκετοί αυτοί που ακολουθούν αυτή την καταστροφική “τεχνική”, νομίζοντας ότι έτσι πηγαίνουν καλύτερα. Μερικοί το κάνουν κι από άγνοια.
Ξεφούσκωτα λάστιχα σημαίνει κυρίως τρία πράγματα: όχι ιδανική πρόσφυση ελαστικού με την άσφαλτο, άρα μεγαλύτερες αποστάσεις φρεναρίσματος, χειρότερο κράτημα συνολικά και ταχύτερη φθορά του πέλματός τους.
Παράλληλα, τα λάστιχα που δεν έχουν τις σωστές πιέσεις επιβαρύνουν έστω και ελαφρά την κατανάλωση καυσίμου… προς το χειρότερο φυσικά. Τα λάστιχα πρέπει να είναι φουσκωμένα στις προτεινόμενες από τον κατασκευαστή πιέσεις.
Αυτά προς το παρόν, σαν ένας γενικός μπούσουλας οικονομίας πάνω σε δύο τροχούς και τα ξαναλέμε σύντομα…