Δανέζικο “μπισκότο” που έμεινε στην παραγωγή σαράντα χρόνια!
Επί σαράντα ολόκληρα χρόνια η πιο διάσημη εταιρία μοτοσυκλετών της Δανίας ασχολήθηκε με ένα και μόνο μοντέλο! Ήταν τετρακύλινδρο σε σειρά, με τον κινητήρα τοποθετημένο στον διαμήκη άξονα… κι αυτή δεν ήταν η μόνη του παραξενιά. Κείμενο: Βασίλης Αντζουλάτος
Ένα από τα χαρακτηριστικά του Nimbus με τον διαμήκη 4κύλινδρο ήταν πως μιας και είχε την ιδιαιτερότητα να είναι αερόψυκτος, στα πρώτα μοντέλα τουλάχιστον, αυτό σήμαινε πως οι πίσω κύλινδροι ζεσταίνονταν περισσότερο από τους μπροστινούς… Όχι όμως στην Δανία.
Ο κύλινδρος που ζεσταίνονταν κυρίως ήταν βασικά ο τρίτος στη σειρά, ο οποίος ήταν εγκλωβισμένος ανάμεσα στους δύο μπροστινούς και τον τέταρτο που ακολουθούσε, αλλά εδώ πρέπει να υπολογίσουμε ότι η μοτοσυκλέτα ήταν φτιαγμένη για την τοπική αγορά της Δανίας, μιας χώρας με χαμηλές γενικώς θερμοκρασίες, όπου συγχρόνως απουσιάζουν οι λόφοι και τα βουνά!
ΤΟ ΠΡΩΤΟ Nimbus κατασκευάστηκε τον Απρίλιο του 1919. Ήταν τετρακύλινδρο, διέθετε 746 κυβικά, και σύντομα απόκτησε το ψευδώνυμο “Stovepipe“ (σωλήνα σόμπας!), λόγω του κυλινδρικού ρεζερβουάρ του. Η εταιρία που το έφτιαξε λεγόταν A/S Fisker & Nielsen, με έδρα το Frederiksberg της Κοπεγχάγης και η ιδέα, όπως και η σχεδίαση, ανήκε στον Peter Andersen Fisker. Η εταιρία μέχρι εκείνη τη μέρα έφτιαχνε βασικά ηλεκτρικές σκούπες και εργαλεία…
Αυτή η εταιρία συνεχίζει και μέχρι σήμερα να δραστηριοποιείται στο χώρο και δεν είναι άλλη από τη διάσημη Nilfisk!
H Νilfisk είναι ένας από τους κορυφαίους κατασκευαστές παγκοσμίως στον κατασκευαστικό τομέα επαγγελματικού εξοπλισμού καθαρισμού. To 2016 η εταιρία γιόρταζε τα 110α της γενέθλια, ενώ σε τρία χρόνια, το 2026, θα γιορτάσει τα 120 χρόνια από την ίδρυσή της.
Οι Fisker και Nielsen δεν είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον ή εμπειρία γύρω από μοτοσυκλέτες και όλα ξεκίνησαν όταν μια μέρα είδαν στους δρόμους της Κοπεγχάγης μια βελγικής κατασκευής τετρακύλινδρη μοτοσυκλέτα FN.
Άρχισαν να την παρατηρούν και συνειδητοποίησαν πως – γιατί όχι; – θα μπορούσαν να φτιάξουν κι εκείνοι μια μοτοσυκλέτα (μηχανολογικό δαιμόνιο γαρ) και μάλιστα καλύτερη από την FN.
Mάλιστα αντέγραψαν τη διάταξη του κινητήρα της συγκεκριμένης FN, που ήταν τετρακύλινδρος σε σειρά στο διαμήκη άξονα, όπως ακριβώς η Nimbus που παρουσίασαν αργότερα!
Το πρώτο μοντέλο, το Nimbus model A/B (1919-23), έκανε την αρχή και το μοντέλο B (1924-27) που ακολούθησε ήταν βασικά ίδιο με το «A», αλλά με βελτιωμένο πιρούνι, ενώ η ύπαρξη πίσω ανάρτησης, το ενιαίο μοτέρ/σαζμάν, και ο άξονας στην τελική μετάδοση καθιστούσαν την Nimbus μια από τις προηγμένες τεχνολογικά μοτοσυκλέτες της εποχής!
Ο τετρακύλινδρος σε σειρά κινητήρας των 746 cc, με πλάγιες βαλβίδες, απέδιδε 8-9 ίππους (άλλες εποχές βλέπετε) που πετύχαιναν ταχύτητα ταξιδιού 70 km/h και τελική κοντά στα μόλις 100 km/h.
Το χειροκίνητο κιβώτιο ήταν τριών σχέσεων και ο συμπλέκτης υγρός πολύδισκος. Η Nimbus ήταν καλύτερη συνολικά από την FN, ενώ η A/B πήγαινε περίφημα και σε αγώνες μεγάλων αποστάσεων, πολλές φορές μάλιστα στα χέρια του “αφεντικού” Peter Fisker, φέρνοντας νίκες αν όχι τόσο λόγω της ταχύτητάς της, όσο λόγω της αξιοπιστίας της.
Με την τιμή της “Stovepipe” να πλησιάζει σχεδόν αυτήν ενός αυτοκινήτου Ford model T, ήταν φανερό πως η εταιρία δεν πλούτισε, ενώ η παραγωγή ξεκίνησε από τις μερικές εκατοντάδες το χρόνο για να φτάσει τις 1.000 το 1939.
Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΑΡΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ και η βελτίωση του κινητήρα ήρθε όταν ο γιός του ιδρυτή, ο Anders Fisker, με ομάδα μηχανολόγων σχεδίασε και κατασκεύασε (χρησιμοποιώντας ακριβά Δανέζικα εργατικά χέρια) το model C, που ονομάστηκε “Βουητό μέλισσας” (Βumblebee), λόγω του χαμηλού γουργουρητού που εξέπεμπε η εξάτμιση.
Ο νέος κινητήρας φορούσε πλέον τους τέσσερις κυλίνδρους σε ένα ενιαίο μπλοκ και όχι ξεχωριστούς, όπως γινόταν πριν.
Το ξανασχεδιασμένο ρεζερβουάρ φώλιαζε στο περιμετρικό πλαίσιο όπως έκαναν οι ανταγωνιστές της Nimbus, ενώ πίσω ανάρτηση δεν υπήρχε, παρά μόνο ελατήρια στα δυο μονόσελα και ένα τηλεσκοπικό πιρούνι.
Με βάρος 170 κιλά και ιπποδύναμη 22 ίππων, η 746 κυβικών εκατοστών, η μοτοσυκλέτα μπορούσε να πιάσει και τα 110 km/h.
Η παραγωγή ξεκίνησε το 1934 – παρόλο που το συνολικό concept ήταν παρωχημένο για την εποχή – και κράτησε μέχρι το 1959, ενώ μερικά ακόμα Nimbus συναρμολογήθηκαν το 1960.
Μπορεί εξωτερικά το άπειρο μάτι να μην διέκρινε αλλαγές αλλά κάθε χρόνο δεκάδες βελτιώσεις πραγματοποιούνταν. Σχεδόν 12.000 μοτοσυκλέτες κατασκευάστηκαν συνολικά, κυρίως για την τοπική αγορά.
Το πλαίσιο ήταν πολύ πρωτότυπο και έξυπνο, φτιαγμένο από μεταλλικές πλάκες και ράβδους βιδωμένες μεταξύ τους, ώστε να είναι εύκολη η επισκευή σε περίπτωση τρακαρίσματος!
Τα πρώτα μοντέλα C είχαν τηλεσκοπικό πιρούνι αλλά όχι απόσβεση, με πιο συνηθισμένο κόλπο της εποχής οι ιδιοκτήτες να στραβώνουν τους εσωτερικούς σωλήνες, έτσι ώστε να έχουν μεγαλύτερη τριβή πάνω στους εξωτερικούς και να δημιουργείται μια υποτυπώδης ανάρτηση. Το 1938-1939 εμφανίστηκαν τα υδραυλικά πιρούνια στα μοντέλα Nimbus Sport και Special.
Ο ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ ΤΩΝ 4 ΚΥΛΙΝΔΡΩΝ και των 22 ίππων (αρχικά είχε 8 ίππους μην ξεχνάμε) διέθετε πολλή ροπή και ο συμπλέκτης ήταν ξηρός μονόδισκος (όπως στα αυτοκίνητα) και είχε σαζμάν 3 σχέσεων.
Στα μοντέλα Sport και Special μπήκε για πρώτη φορά λεβιέ ταχυτήτων στο πόδι, αλλά και μεγαλύτερα φρένα με το βάρος να φτάνει στα 185 κιλά.
Η αξιοπιστία του μοντέλου C ήταν παροιμιώδης, με τον κινητήρα να αντέχει επί 80.000 – 100.000 km χωρίς σοβαρές επισκευές, τη στιγμή που σχεδόν όλες οι υπόλοιπες μοτοσυκλέτες της εποχής ούτε στα 30.000 km δεν μπορούσαν να φτάσουν. Αυτό όμως δεν αρκούσε.
Οι λόγοι που η Nimbus χρεωκόπησε και σταμάτησε την παραγωγή μοτοσυκλετών ήταν πολλοί. Καταρχάς, οι εισαγωγές ξένων μοτοσυκλετών απελευθερώθηκαν στη Δανία, η τοπική αγορά άνοιξε και ξαφνικά οι Nimbus απέκτησαν ανταγωνισμό.
Συγχρόνως τα αυτοκίνητα έγιναν προσιτά στον πολύ κόσμο, ενώ ο πιο σημαντικός λόγος ήταν πως ο Anders Fisker είχε αρρωστήσει σοβαρά από σκλήρυνση κατά πλάκας. Ήταν ο ενθουσιασμός του και το πάθος του για τις μοτοσυκλέτες αυτός που συνέχιζε την κατασκευή των Nimbus και όχι τα έσοδα, αφού οι ηλεκτρικές σκούπες και η κατασκευή εργαλείων ήταν αυτά που έφερναν χρήματα στην εταιρία.
ΦΤΑΝΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ του 1960, μια Nimbus κόστιζε όσο ένας VW Σκαραβαίος και παρά την εξαιρετική αξιοπιστία της μοτοσυκλέτας και την εύκολη συντήρηση/ επισκευή, που μπορούσε να γίνει από τον ίδιο τον αναβάτη με ελάχιστα εργαλεία (ένα σταυροκατσάβιδο και τέσσερα γερμανικά κλειδιά!) και παρ’όλες τις παραγγελίες για στρατιωτικά μοντέλα, η εταιρία έκλεισε.
Πέρα από τον Δανέζικο Στρατό και τα Ταχυδρομεία – αγόρασαν συνολικά 165 κομμάτια από το 1923 μέχρι το ’69 και τελευταία φορά που χρησιμοποιήθηκαν Nimbus για διανομές ήταν το 1976! – παραγγελίες υπήρχαν από τον Νορβηγικό στρατό, τον Τούρκικο και τον Γιουγκοσλάβικο!
Σήμερα σώζονται κοντά στα 8.000 κομμάτια ανά τον κόσμο, με 4.000 περίπου να λειτουργούν κανονικά στη Δανία, 50 στη Γερμανία, 30 στην Αυστραλία και μερικές δεκάδες στην Αμερική.
Η τελευταία που πουλήθηκε σε δημοπρασία στους Bonhams, στην Αγγλία, ήταν μοντέλο Sport του 1939, έπιασε παραπάνω από 10 χιλιάδες ευρώ.
Φυσικά club ιδιοκτητών υπάρχουν σε διάφορες χώρες του κόσμου, με πρώτη βεβαίως τη Δανία, όπως και εξειδικευμένο περιοδικό, αλλά και 5 ειδικευμένα καταστήματα επισκευών και ανακατασκευών.
Γιατί οι Δανοί εκτός από τα γνωστά σε όλο τον κόσμο μπισκότα βουτύρου, κάποτε έφτιαχναν και μοτοσυκλέτες Nimbus, κι αυτή είναι μια κληρονομιά που την διατηρούν ζωντανή σαν κόρη οφθαλμού.